αβτζής, (ο) ουσ. κυνηγός.
avcı = κυνηγός.
αγάς, (ο) ουσ. αξιωματούχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
ağa = αγάς, αρχηγός, τσιφλικάς.
αγιάζι, (το) ουσ. διαπεραστικό κρύο και υγρασία. || πάχνη.
ayaz = αγιάζι, ψύχρα. || πάχνη.
αϊράνι, (το) ουσ. βλ. αριάνι.
ayran = αϊράνι, ξινόγαλα.
ayırmak = χωρίζω, διαιρώ.
αλάνι, (το) ουσ. υπαίθριος χώρος. || αλητόπαιδο, αλήτης. alan = χώρος. || αλάνα. || περιοχή.
αλατζάς, (ο) ουσ. φτηνό, ποικιλόχρωμο, βαμβακερό ύφασμα.
alaca = αλατζάς. || δίχρωμος, παρδαλός.
άλικο, (το) ουσ. το άλικο χρώμα.
al = κόκκινος. || κόκκινο χρώμα.
άλικος, επίθ. βαθυκόκκινος, κατακόκκινος.
al = κόκκινος. || κόκκινο χρώμα.
αλισ(ι)βερίσι, (το) ουσ. εμπορική συναλλαγή. || κάθε συναλλαγή.
alışveriş = αλισβερίσι. || αγοραπωλησία.
αλμπάνης, (ο) ουσ. πεταλωτής. || άνθρωπος αδέξιος και άπειρος.
nalbant = πεταλωτής.
αμάν, επιφ. έλεος! για όνομα του Θεού!
aman = αμάν. || έλεος!
αμανάτι, (το) ουσ. ενέχυρο, εγγύηση, παρακαταθήκη, υποθήκη.
emanet = ενέχυρο, παρακαταθήκη.
αμανές, (ο) ουσ. είδος ανατολίτικου τραγουδιού.
mâni = λαϊκό τραγούδι. || μαντινάδα.
αμπαδέλι, (το) ουσ. είδος πανωφοριού.
aba = κάπα, αμπάς.
αμπανόζι, (το) ουσ. έβενος.
abanoz = έβενος. || εβένινος.
αμπάρι, (το) ουσ. αποθηκευτικός χώρος. || το κύτος του πλοίου.
ambar = αποθήκη. || κύτος.
αμπάς, (ο) ουσ. είδος υφάσματος. || είδος πανωφοριού.
aba = κάπα, αμπάς.
αμπατζής, (ο) ουσ. κατασκευαστής αμπάδων. || πωλητής αμπάδων.
abacı = κατασκευαστής ή έμπορος χοντρών
υφασμάτων.
ανταλής, (ο) ουσ. νησιώτης (ιδιαίτερα του Αιγαίου ή της
Προποντίδας).
ada = νησί.
adalı = νησιώτης.
αντάμης, (ο) ουσ., επίθ. θαρραλέος, παλληκαράς.
adam = άνθρωπος, άτομο. || άνδρας.
Adem = Αδάμ.
αντερί, (το) ουσ. μακρύ ανδρικό ένδυμα με μανίκια.
entari = χιτώνας. || αντερί.
αντέτι, (το) ουσ. έθιμο. || συνήθεια.
âdet = έθιμο. || συνήθεια.
αντζούρι, (το) ουσ. ξυλάγγουρο.
acur = ξυλάγγουρο.
αραλίκι, (το) ουσ. τεμπελιά. || χαραμάδα. || διάστημα.
aralık = χαραμάδα. || διάστημα. || δίοδος.
αραμπάς, (ο) ουσ. δίτροχη ή τετράτροχη άμαξα που την έσερναν βόδια
ή άλογα, κάρο.
araba = αυτοκίνητο, αμάξι. || άμαξα.
αραμπατζής, (ο) ουσ. ο ιδιοκτήτης ή ο οδηγός του αραμπά.
arabacı = αμαξηλάτης. || αραμπατζής.
αράπης, (ο) ουσ., επίθ. αυτός που ανήκει στη μαύρη φυλή. || ΄Αραβας.
Arap = ΄Αραβας.
αριάνι, (το) ουσ. ξινόγαλα. || αραιωμένο γιαούρτι.
ayran = αϊράνι.
ayırmak = χωρίζω.
Αρναούτης, (ο) ουσ. Αλβανός. || Αρβανίτης.
Arnavut = Αλβανός. || Αρβανίτης.
αρσίζης, (ο) ουσ., επίθ. αναιδής, ξετσίπωτος.
arsız = αναιδής, ξετσίπωτος. || πονηρός.
ασίκης, (ο) ουσ., επίθ. λεβέντης, παλληκαράς. || ωραίος. || εραστής.
aşık, âşık = εραστής. || βάρδος. || ασίκης.
ασλάνι, (το) ουσ. λιοντάρι. || άνθρωπος δυνατός και ρωμαλέος.
a(r)slan = λιοντάρι.
ασκέρι, (το) ουσ. πολυπληθές σώμα στρατού. || όχλος.
asker = στρατιώτης. || στρατός.
ασουρές, (ο) ουσ. είδος ανατολίτικου γλυκού από βρασμένο σιτάρι,
σταφίδες, καρύδια κ.ά..
aşure = είδος γλυκού με δημητριακά και σταφίδες.
αστάρι, (το) ουσ. η φόδρα. || η πρώτη επάλειψη μιας επιφάνειας.
astar = αστάρι, φόδρα.
ατζαμής, (ο) ουσ., επίθ. αδέξιος. || άπειρος. || πρωτόπειρος.
acemi = αδαής. || ατζαμής.
ατζέμ πιλάφι, (το) ουσ. πιλάφι μαγειρεμένο με τον περσικό τρόπο.
acem pilavı = ατζέμ πιλάφι.
ατζέμικος, επίθ. περσικός.
Acem = Πέρσης.
-ατζής –ατζού, κατάλ. ουσ. βλ. -τζής.
-cı, -ci, -cu, -cü = δηλώνει πωλητή ή τεχνίτη.
άτι, (το) ουσ. αρσενικό άλογο ιππασίας ή πολεμικό άλογο.
at = άλογο, άτι.
άφεριμ, αφερίμ, επιφ. εύγε, μπράβο.
aferim, aferin= εύγε, μπράβο.
αφιόνι, (το) ουσ. φυτό από το οποίο παράγεται το όπιο. || το όπιο.
afyon = όπιο, αφιόνι.
αχαΐρευτος, επίθ., (ο) ουσ. που δεν έχει κάνει χαΐρι.
hayır = ευεργεσία, καλό.|| προκοπή, χαΐρι.
αχμάκης, επίθ., (ο) ουσ. αφελής, απλοϊκός, κουτός. || νωθρός, τεμπέλης.
ahmak = βλάκας, χαζός, μωρός.
αχούρι, (το) ουσ. στάβλος. || αχυρώνας.
ahır = αχούρι, στάβλος. || βουστάσιο.
αχτάρης, (ο) ουσ. έμπορος αρωματικών προϊόντων. || ψιλικατζής.
aktar = μικροπωλητής. || έμπορος μπαχαρικών. ||
μυροπώλης.
αχταρμάς, (ο) ουσ. διαμετακόμιση, μεταφόρτωση. || ανακάτωμα.
aktarma = διαμετακόμιση,μεταφόρτωση.
άχτι, (το) ουσ. άκλ. έντονη επιθυμία, πόθος. || πόθος για εκδίκηση.
ahd, ahit = όρκος. || σύμφωνο. || άχτι.
αχτναμές, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, ειδικό έγγραφο (συνθήκη).
ahd + name
ahd, ahid, ahit, aht = σύμφωνο, διαθήκη.
name = έγγραφο, γράμμα.
Ιστολόγιο υπό κατασκευή... Ευχαριστώ για την κατανόηση!
© Λιάνα Κουτρολίκου - Αθήνα, 02/08/2007 - Α.Σ. 8294
© Liana Koutrolikou - Athens, Greece, 02/08/2007 - Contr. No. 8294