ιμάμης, (ο) ουσ. μουσουλμάνος θρησκευτικός λειτουργός. ||
μουσουλμάνος θρησκευτικός αρχηγός ή ηγεμόνας.
imam = ιμάμης. || θρησκευτικός αρχηγός Μωαμεθανών.
ιμάμ μπαϊλντί, (το) ουσ. άκλ. είδος λαδερού φαγητού με μελιτζάνες. ||
βλ. και μπαϊλντίζω (με τη σημασία λιποθυμώ).
imambayıldı = ιμάμ μπαϊλντί.
___________________________________________
ιραδές, (ο) ουσ. σουλτανικό διάταγμα.
irade = θέληση, βούληση.
ισνάφι, (το) ουσ. βλ. σινάφι.
esnaf = μικρέμπορος. || συντεχνία.
-ιτζής -ιτζού, κατάλ. ουσ. κατάληξη ουσιαστικών.
-cı, -ci, -cu, -cü = δηλώνει πωλητή ή τεχνίτη.
Ιστολόγιο υπό κατασκευή... Ευχαριστώ για την κατανόηση!
© Λιάνα Κουτρολίκου - Αθήνα, 02/08/2007 - Α.Σ. 8294
© Liana Koutrolikou - Athens, Greece, 02/08/2007 - Contr. No. 8294