ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ GOOGLE

Ι



ιμάμης, (ο) ουσ. μουσουλμάνος θρησκευτικός λειτουργός.  ||
                    μουσουλμάνος θρησκευτικός αρχηγός ή ηγεμόνας.
                    imam = ιμάμης.  || θρησκευτικός αρχηγός Μωαμεθανών.
ιμάμ μπαϊλντί, (το) ουσ.  άκλ. είδος λαδερού φαγητού με μελιτζάνες. ||
                    βλ. και μπαϊλντίζω (με τη σημασία λιποθυμώ).
                    imambayıldı = ιμάμ μπαϊλντί.

___________________________________________

ιμάμ μπαϊλντί     "... μάμης ...λιγοθύμησε (πό τήν νοστιμιά καί τό πολύ φαΐ πού φαγε)...". Α. Τσοπανάκη, Νεοελληνική Γραμματική, σ.797.
___________________________________________

ιραδές, (ο) ουσ. σουλτανικό διάταγμα.
                    irade = θέληση, βούληση.
ισνάφι, (το) ουσ. βλ. σινάφι.
                    esnaf = μικρέμπορος. || συντεχνία.
-ιτζής -ιτζού, κατάλ. ουσ. κατάληξη ουσιαστικών.
                   -cı, -ci, -cu, -cü = δηλώνει πωλητή ή τεχνίτη.





Ιστολόγιο υπό κατασκευή... Ευχαριστώ για την κατανόηση!
 ©  Λιάνα Κουτρολίκου - Αθήνα, 02/08/2007 - Α.Σ. 8294
© Liana Koutrolikou - Athens, Greece, 02/08/2007 - Contr. No. 8294