ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ GOOGLE

Ν

 
νάζι, (το) ουσ. προσποιητός τρόπος συμπεριφοράς.
                    naz = νάζι, κάμωμα, φιλαρέσκεια, χάρη.
νάι, νέι, (το) ουσ. είδος πνευστού μουσικού οργάνου.
                    ney = φλογέρα, νέι.
ναμάζι, (το) ουσ. μωαμεθανική προσευχή.
                    namaz = προσευχή, ναμάζι, προσκύνημα.
ναργιλές, (ο) ουσ. είδος συσκευής για κάπνισμα.
                    nargile = ναργιλές.
νε, σύνδ. αποφ. (με επανάληψη) νε... νε:  ούτε... ούτε.
                    ne = τι; || ούτε.
νέι, (το) ουσ. βλ. νάι.
                    ney = φλογέρα, νέι.
νενέ, (η) ουσ.  άκλ.γιαγιά.
                    nene, nine = γιαγιά, νενέ. || κυρούλα.
νέφτι, (το) ουσ. τερεβινθέλαιο.
                    neft = νέφτι.
νιζάμης, (ο) ουσ. οπλίτης του τακτικού τουρκικού στρατού.
                    nizam = τάξη, ρύθμιση, διάταξη, νόμος.
νισαντίρι, (το) ουσ. το χλωριούχο αμμώνιο. 
                    nişadır = νισαντίρι.
νισάφι, (το) ουσ. άκλ., επιφ. ευσπλαχνία, έλεος. || νισάφι πια! φτάνει πια!
                    insaf = έλεος, ευσυνειδησία, νισάφι.
νισεστές, (ο) ουσ. είδος αμυλάλευρου.
                    nişasta = άμυλο.
νούτικος, επίθ. νούτικη κωμωδία:  είδος κωμωδίας.
                    nutuk = ομιλία, αγόρευση, λόγος.
νταβαντούρι, (το) ουσ. φασαρία πολλών ανθρώπων που θορυβούν μαζί.
                    tevatür = φήμη, διάδοση.
νταβάς, (ο) ουσ. (1) είδος μικρού στρογγυλού ταψιού.
                    tava = τηγάνι. || τηγανητό φαγητό.
νταβάς, (ο) ουσ. (2) ο νταβατζής.
                    dava, dâva = δίκη. || αγωγή.
νταβατζής, (ο) ουσ. προστάτης, εκμεταλλευτής κοινών γυναικών.
                    davacı, dâvacı = ενάγων, αντίδικος.
νταβραντίζω, ρ. είμαι γεμάτος από ζωτικότητα, σφρίγος.
                    davranmak = συμπεριφέρομαι. || ενεργώ.                      
νταγιαντίζω, νταγιαντώ, ρ. υπομένω, υποφέρω. || παίρνω υπόψη μου.
                    dayanmak = στηρίζομαι, ακουμπώ.
                    || αντέχω, υπομένω, ανέχομαι.
νταγλαράς, (ο) ουσ. μαντράχαλος, μαγκλαράς.
                    dağlı = βουνίσιος.
νταηλίκι, (το) ουσ. η συμπεριφορά του νταή.
                    dayılık = ιδιότητα του θείου. || νταηλίκι.
νταής, (ο) ουσ. άνθρωπος που παριστάνει τον παλληκαρά.
                    dayı = θείος. || προστάτης. || νταής.
ντάλα, επίρρ., ουσ. ακριβώς (ντάλα μεσημέρι, ντάλα καλοκαίρι).
                    dal = κλαρί. || ειδικότητα, κλάδος.
νταλγκάς, (ο) ουσ. έντονη επιθυμία, πόθος, καημός.
                    dalga = κύμα. || καλαμπούρι.
νταλιάνι, (το) ουσ. (1) είδος παλιού εμπροσθογεμούς τουφεκιού.
                    dalyan = ιχθυοτροφείο. || (ν)ταλιάνι. || λεβέντικος.
νταλιάνι, (το) ουσ. (2) το ιχθυοτροφείο.
                    dalyan = ιχθυοτροφείο. || (ν)ταλιάνι. || λεβέντικος.
νταλίκα, (η) ουσ. μεγάλο όχημα ρυμουλκούμενο από φορτηγό.
                    talika = κάρο.
νταλκάς, (ο) ουσ. βλ. νταλγκάς.
                    dalga = κύμα. || καλαμπούρι.
νταμάρι, (το) ουσ. λατομείο.
                    damar = φλέβα. || λατομείο, νταμάρι.
νταμουζλούκι, (το) ουσ. αρσενικό ζώο για αναπαραγωγή·  επιβήτορας.
                    damızlık = επιβήτορας.
νταντά, (η) ουσ. τροφός, γκουβερνάντα.
                    dadı = τροφός, νταντά.
νταντεύω, ρ. περιποιούμαι βρέφος ή μικρό παιδί.
                    dadı = τροφός, νταντά.
νταούλι, (το) ουσ. είδος τυμπάνου.
                    davul = νταούλι, τύμπανο.
νταραμπούκα, (η) ουσ. είδος τυμπάνου.
                    darbuka = τουμπελέκι.
νταρί, (το) ουσ. είδος φυτού.
                    darı = κεχρί.
ντε, μόριο, επίρρ. εμπρός, λοιπόν.
                    de = επίσης, και. || ούτε. || ακόμα και αν.
ντελάλης, (ο) ουσ. κήρυκας, διαλαλητής, κράχτης.
                    dellal, tellal, tellâl = τελάλης, διαλαλητής, κράχτης,
                    κήρυκας.
ντεμέκ, επίρρ. τάχα, δήθεν.
                    demek = λέω. || σημαίνω. || ονομάζω.
ντεμιρτζής, (ο) ουσ. σιδεράς, σιδηρουργός.
                    demirci = σιδεράς, σιδηρουργός.
ντελβές, (ο) ουσ. το κατακάθι του καφέ.
                    telve = ίζημα, κατακάθι, ντελβές.
ντελής, (ο) ουσ. τρελός.
                    deli = τρελός. || στρατιώτης του ιππικού.
ντερέκι, (το) ουσ. άνθρωπος πολύ ψηλός.
                    direk = δοκάρι, κολόνα, στύλος, κατάρτι.
ντερλικώνω, ρ. τρώω λαίμαργα και πολύ.
                    dirlik = γαλήνη, ευημερία.
ντερμπεντέρης, (ο) ουσ., επίθ. άνθρωπος σωστός, αξιαγάπητος.
                    derbeder = ανοιχτόκαρδος. || ντερμπεντέρης.
ντέρτι, (το) ουσ. στενοχώρια, καημός, κυρίως ερωτικός.
                    dert = στενοχώρια, καημός, πόνος, ντέρτι. || βάσανο.
ντέφι, (το) ουσ. είδος τυμπάνου με κύμβαλα.
                    def, tef = ντέφι.
ντιβάνι, (το) ουσ. είδος χαμηλού κρεβατιού.
                    divan = ανώτατο συμβούλιο.|| δικαστήριο. || ντιβάνι,
                    σοφάς. 
ντιπ, επίρρ. τροπ. ολωσδιόλου. || καθόλου.
                    dip = βυθός. || πυθμένας, πάτος. 
ντοβλέτι, (το) ουσ. στην Τουρκοκρατία, το κράτος, η κυβέρνηση,
                    το δημόσιο, η εξουσία.
                    devlet = κράτος, δημόσιο. || δοβλέτι, ντοβλέτι.
ντογρού, ντουγρού, επίρρ. κατ΄ ευθείαν. || αμέσως.
                    doğru = ευθύς || προς. || απευθείας.
ντολμάς, (ο) ουσ. είδος φαγητού.
                    dolma = τα γεμιστά.
ντονέρ(ι), (το) ουσ. άκλ. είδος ψημένου κρέατος·  ο γύρος.
                    döner = γύρος. || περιστρεφόμενος.
ντορβάς, (ο) ουσ. ταγάρι. || τάγιστρο.
                    torba = σακί. || σακούλα. || ζεμπίλι, ντορβάς.            
ντορής, (ο) ουσ. ονομασία αλόγου με κοκκινωπό τρίχωμα.
                    doru = ντορής.
ντόρτια, (τα) ουσ. δύο τεσσάρια στο τάβλι ή σε παιχνίδι ζαριών.
                    dört = τέσσερα.
ντουβάρι, (το) ουσ. τοίχος.
                    duvar = τοίχος, ντουβάρι. || μάντρα.
ντουγρού, επίρρ. βλ. ντογρού.
                    doğru = ευθύς || προς. || απευθείας.
ντουζένι, (το) ουσ. κέφι.
                    düzen = τάξη, αρμονία.
ντούζικο, (το) ουσ. είδος ρακής.
                    düz = ίσιος. || επίπεδος. || ομαλός.
ντούζικος, επίθ. ίσιος, απλός. || (για άνεμο) κανονικός.
                    düz = ίσιος. || επίπεδος. || ομαλός.
ντουλαμάς, (ο) ουσ. ο μανδύας των φουστανελοφόρων.
                    dolama = περιτύλιγμα.
ντουλάπι, (το) ουσ. ερμάριο.
                    dolap = ντουλάπι, ερμάριο. || κομπίνα.
ντουμάνι, (το) ουσ. αποπνικτική ατμόσφαιρα από πυκνό καπνό.
                    duman = καπνός. || σκόνη.
ντουνιάς, (ο) ουσ. ο κόσμος, η ανθρωπότητα.
                    dünya = κόσμος, υφήλιος. || γη.
ντουντούκα, (η) ουσ. ο τηλεβόας. || η φλογέρα.
                    düdük = σφυρίχτρα. || αυλός.



Ιστολόγιο υπό κατασκευή... Ευχαριστώ για την κατανόηση!
 ©  Λιάνα Κουτρολίκου - Αθήνα, 02/08/2007 - Α.Σ. 8294
© Liana Koutrolikou - Athens, Greece, 02/08/2007 - Contr. No. 8294