ραβανί, ρεβανί (το) ουσ. είδος γλυκού του ταψιού.
revani = ραβανί.
ραγιάς, (o) ουσ. στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο μη μουσουλμάνος
υπήκοος.
raya, reaya = ραγιάς. || ποίμνια. || μη μουσουλμάνοι
υπήκοοι.
ραζακί, (το) ουσ. ποικιλία σταφυλιού.
razaki = ροζακί.
ρακή, (η) ουσ. ρακί, (το) ουσ. είδος οινοπνευματώδους ποτού.
rakı = ρακί, ούζο.
ραμαζάνι, Ραμαζάνι, (το) ουσ. γιορτή των μουσουλμάνων. || ο ένατος
μήνας του μουσουλμανικού έτους.
ramazan, Ramazan = Ραμαζάνι.
ράφι, (το) ουσ. οριζόντια σανίδα για τοποθέτηση αντικειμένων.
raf = ράφι. || θέση.
ραχάτι, (το) ουσ. η ανάπαυση, η τεμπελιά, το χουζούρι.
rahat = άνεση, ανάπαυση, ησυχία.
ρεβανί, (το) ουσ. βλ. ραβανί.
revani = ραβανί.
ρεζές, (ο) ουσ. η στρόφιγγα πόρτας ή παραθύρου· ο μεντεσές.
reze = μεντεσές, ρεζές. || στρόφιγγα.
ρεζίλι, (το) ουσ. η γελοιοποίηση, ο εξευτελισμός, το ντρόπιασμα.
rezil = ξεφτιλισμένος, ρεζίλης. || άτιμος.
ρεζιλίκι, (το) ουσ. πάθημα ή πράξη που ντροπιάζει, γελοιοποιεί.
rezillik = ρεζιλίκι. || αισχρότητα.
ρεμάλι, (το) ουσ. άνθρωπος ανάξιος λόγου, ελεεινός, τιποτένιος.
remmal = γεωμάντης.
ρεντές, (ο) ουσ. είδος τρίφτη.
rende = τρίφτης. || πλάνη, τριβείο.
ρετσέλι, (το) ουσ. κομπόστα ή γλυκό του κουταλιού με πετιμέζι.
reçel = γλυκό κουταλιού, ρετσέλι.
Ρουμ, (ο) ουσ. ο Ρωμιός.
Rum = Ρωμιός.
ρουμάνι, (το) ουσ. πυκνό δάσος, λόγγος.
orman = δάσος, ορμάνι, ρουμάνι, λόγγος.
Ρούμελη, (η) ουσ. η Στερεά Ελλάδα.
Rumeli = Βαλκάνια. || Ανατολική Ρωμυλία
ρούπι, (το) ουσ. το 1/8 του εμπορικού πήχη (περίπου 0,0825μ.).
rup, urup = ρούπι.
ρουσφέτι, (το) ουσ. χαριστική κυβερνητική εξυπηρέτηση ή παροχή.
rüşvet = δωροδοκία, λάδωμα, ρουσφέτι.
Ιστολόγιο υπό κατασκευή... Ευχαριστώ για την κατανόηση!
© Λιάνα Κουτρολίκου - Αθήνα, 02/08/2007 - Α.Σ. 8294
© Liana Koutrolikou - Athens, Greece, 02/08/2007 - Contr. No. 8294