καρα-, καρά-, α΄ συνθ. α΄ συνθετικό που α) δηλώνει ότι το β΄ συνθετικό
έχει την ιδιότητα του μαύρου, β) επιτείνει τη
σημασία του β΄ συνθετικού.
kara = μαύρος. || ξηρά, στεριά.
καραβάνα, (η) ουσ. σκεύος για το συσσίτιο των στρατιωτών.
karavana = καραβάνα. || σιτηρέσιο.
καραβανάς, (ο) ουσ. μόνιμος βαθμοφόρος, απαίδευτος και άξεστος.
karavana = καραβάνα. || σιτηρέσιο.
καραβάνι, (το) ουσ. ταξιδιώτες που ταξιδεύουν ομαδικά.
kervan = καραβάνι.
καραβανσεράι, (το) ουσ. χάνι.
kervansaray = καραβάν σεράι.
καραγάτσι, (το) ουσ. το δέντρο φτελιά. || το μαύρο ξύλο της φτελιάς.
karaağaç = φτελιά.
καράγιαλης, (ο) ουσ. βορειοδυτικός άνεμος, η μαϊστροτραμουντάνα.
karayel = βορειοδυτικός άνεμος, μαΐστρος.
καραγκιόζης, (ο) ουσ. πρωταγωνιστής του θεάτρου σκιών.
karagöz = καραγκιόζης. || μαυρομάτης.
καραγκιοζιλίκι, (το) ουσ. χοντρό, χυδαίο αστείο. || (συνήθως στον
πληθυντικό, καραγκοζιλίκια) γελοία, ανόητη ενέργεια ή
συμπεριφορά.
karagözlük = καραγκιοζιλίκι.
καρακόλι, (το) ουσ. αστυνομική περίπολος. || φυλάκιο. || αστυνομικό
τμήμα. || στρατονόμος.
karakol = αστυνομικό τμήμα. || περίπολος. || φυλάκιο. ||
καρακόλι.
Καραμανλής, καραμανλής, (ο) ουσ. τουρκόφωνος κάτοικος της
Καραμανίας, ο οποίος έγραφε και διάβαζε την τουρκική
γλώσσα χρησιμοποιώντας ελληνικά γράμματα.
Karamanlı = Καραμανλής.
καραμπογιά, (η) ουσ. μαύρη βαφή.
kara + boya
kara = μαύρος.
boya = βαφή, μπογιά.
καραούλι, (το) ουσ. σκοπιά, βάρδια, φρουρά. || παρατηρητήριο.
|| ενέδρα. || σκοπός, φρουρός, φύλακας.
karakol = περίπολος. || καρακόλι.
καράς, (ο) ουσ. μαύρος. || μαύρο άλογο.
kara = μαύρος. || ξηρά, στεριά.
καρασεβντάς, (ο) ουσ. μεγάλος καημός από δυνατό, άτυχο έρωτα.
karasevda = μελαγχολία. || μεγάλος έρωτας. || ερωτικός
μαρασμός.
κάργ(ι)α, (η) ουσ. είδος μαύρου πουλιού· η καλιακούδα.
karga = κόρακας. || κάργα.
καρναμπίτ(σ)ι, (το) ουσ. κουνουπίδι.
karnabahar, karnabit, karnıbahar = κουνουπίδι.
καρντάσης, (ο) ουσ. αδελφός. || αδελφικός φίλος, σύντροφος.
kardaş, kardeş = αδελφός. || καρντάσης.
καρπούζι, (το) ουσ. το φυτό σίκυς ο κοινός ή υδροπέπων και ο καρπός
του.
karpuz = καρπούζι.
καρσί, επίρρ. απέναντι, αντίκρυ.
karşı = απέναντι. || ενώπιον. || σε αντίθεση. || αντίκρυ,
καρσί.
καρσιλαμάς, (ο) ουσ. είδος ανατολίτικου λαϊκού αντικριστού χορού.
karşılama = προϋπάντηση. || καρσιλαμάς.
καρτάλι, (το) ουσ. είδος αετού. || γύπας, όρνιο. || καλάθι.
kartal = αετός. || καρτάλι.
κασαβέτι, (το) ουσ. λύπη, θλίψη.
kasavet = στενοχώρια.
κασέρι, (το) ουσ. είδος κίτρινου τυριού.
kaşar, kaşer = κασέρι.
κασκαβάλι, (το) ουσ. κασέρι.
kaşkaval = είδος τυριού.
κασμάς, (ο) ουσ. είδος σκαπτικού εργαλείου.
kazma = σκαπάνη, αξίνα, κασμάς.
καταντίπ, επίρρ. εντελώς, ολωσδιόλου.
dip = βυθός. || πυθμένας, πάτος.
κατής, (ο) ουσ. Τούρκος δικαστής, ο οποίος δίκαζε οικογενειακές
υποθέσεις σύμφωνα με το μουσουλμανικό δίκαιο.
kadı = καδής, κατής, ιεροδίκης.
κάτι, (το) ουσ. πτυχή, τσάκισμα. || στρώση. || όροφος.
kat = όροφος, πάτωμα. || διαμέρισμα. || επίστρωση,
πέρασμα.
κατιμάς, (ο) ουσ. κρέας κατώτερης ποιότητας.
katma = πρόσθετο πράγμα, προσθήκη.
κατιμέρι, (το) ουσ. γλυκό του ταψιού από διπλωμένα φύλλα ζύμης.
katmer = φύλλο. || δίπλες.
κατιφές, (ο) ουσ. βελούδο από μετάξι. || είδος φυτού.
kadife = βελούδο.
~ çiçeği = κατιφές.
κατσαμάκι, (το) ουσ. (1) υπεκφυγή, πρόφαση. || νάζι.
kaçamak = φυγή, κοπάνα. || υπεκφυγή.
κατσαμάκι, (το) ουσ. (2) είδος φαγητού.
kaçamak = φυγή, κοπάνα. || υπεκφυγή.
καφάσι, (το) ουσ. (1) τελάρο. || δικτυωτό πλέγμα. || κλουβί.
kafes = κλουβί. || κάγκελα.
καφάσι, (το) ουσ. (2) κεφάλι, κρανίο.
kafa = κεφάλι, κρανίο, καφάσι || μυαλό, νοημοσύνη.
καφενείο, (το) ουσ. κατάστημα και χώρος συνάντησης και αναψυχής,
μέσα στο οποίο σερβίρονται καφές, αναψυκτικά, γλυκά,
κ.ά. και παίζονται επιτραπέζια παιχνίδια, κυρίως χαρτιά
και τάβλι.
kahvehane = καφενείο.
καφενές, (ο) ουσ. καφενείο.
kahvehane = καφενείο.
καφές, (ο) ουσ. οι σπόροι του καφεόδεντρου. || το καφεόδεντρο.
kahve = καφές. || καφενείο.
καφετζής, (ο) ουσ. ιδιοκτήτης καφενείου.
kahveci = καφετζής. || καφεπώλης.
καφτάνι, (το) ουσ. ανδρικό έδυμα πολυτελείας των λαών της Ανατολής.
kaftan = καφτάνι.
κεζάπι, (το) ουσ. υδροχλωρικό οξύ.
kezzap = βιτριόλι. || νιτρικό οξύ.
κεκές, (ο) ουσ. βραδύγλωσσος, τραυλός.
keke = βραδύγλωσσος, τραυλός, κεκές.
κελεπούρι, (το) ουσ. ανέλπιστο εύρημα, απόκτημα, ευκαιρία.
kelepir = κελεπούρι, ευκαιρία.
κεμεντζές, (ο) ουσ. ποντιακή λύρα.
kemençe = ποντιακή λύρα, κεμεντζές.
κεμέρι, (το) ουσ. είδος ζώνης με θήκες για φύλαξη χρημάτων. ||
βαλάντιο, κομπόδεμα.
kemer = ζώνη.
κεμπάπ, (το) ουσ. άκλ. είδος φαγητού.
kebap = ψητό, κεμπάπ.
κερεστές, (ο) ουσ. ξυλεία που χρησιμοποιείται σε οικοδομικές
κατασκευές και στη ναυπηγική.
kereste = ξυλεία, ξύλο. || οικοδομική ξυλεία.
κερχανάς, (ο) ουσ. οίκος ανοχής, πορνείο.
kerhane = πορνείο.
κερχανατζής, (ο) ουσ. θαμώνας των πορνείων. || προαγωγός.
kerhaneci = προαγωγός.
κεσάτι, (το) ουσ. αναδουλειά, εμπορική απραξία.
kesat = αναδουλειά, απραξία, κεσάτι.
κεσέμι, (το) ουσ. βλ. γκεσέμι.
kösem, kösemen = γκεσέμι.
κεσές, (ο) ουσ. είδος μικρού στρογγυλού δοχείου.
kâse = κεσές.
kese = σακούλα, σακούλι, θήκη.
κετσές, (ο) ουσ. είδος χοντρού υφάσματος. || είδος χαλιού.
keçe = πίλημα, κετσές.
κέφι, (το) ουσ. χαρούμενη διάθεση, ευδιαθεσία, ευθυμία, όρεξη.
keyif = διάθεση, κέφι, όρεξη.
κεφτές, (ο) ουσ. είδος φαγητού από κιμά, διάφορα υλικά και
καρυκεύματα που πλάθονται σε μικρά σφαιροειδή
κομμάτια και τηγανίζονται.
köfte = κεφτές.
κεχαγιάς, (ο) ουσ. οικονόμος μεγάλης οικογένειας. || επίτροπος,
τοποτηρητής του σουλτάνου, του βεζίρη ή άλλων
μεγιστάνων.
kâhya = κεχαγιάς, οικονόμος.
κεχριμπάρι, (το) ουσ. ήλεκτρο. || το χρώμα του ήλεκτρου.
kehlibar, kehribar = κεχριμπάρι, ήλεκτρο.
κεψές, (ο) ουσ. είδος τρυπητής κουτάλας.
kepçe = κουτάλα, χουλιάρα.
κηρομπογιά, (η) ουσ. είδος μπογιάς με βάση το κερί.
boya = βαφή, χρώμα, μπογιά.
< Καβ-Καπ Κι-Κω >
Ιστολόγιο υπό κατασκευή... Ευχαριστώ για την κατανόηση!
© Λιάνα Κουτρολίκου - Αθήνα, 02/08/2007 - Α.Σ. 8294
© Liana Koutrolikou - Athens, Greece, 02/08/2007 - Contr. No. 8294