μαβής, επίθ. που έχει μοβ χρώμα· βαθυγάλαζος, μενεξεδένιος.
mavi = μπλέ, γαλάζιος.
μαβί, (το) ουσ. άκλ. το μοβ, το βαθυγάλαζο χρώμα.
mavi = μπλέ, γαλάζιος.
μαγιά, (η) ουσ. οτιδήποτε προκαλεί ζύμωση.
maya = προζύμι, ζύμη, μαγιά.
μαγιασίλι, (το) ουσ. έκζεμα. || είδος δερματικής νόσου.
mayasıl = αιμορροΐδες, ζοχάδες. || έκζεμα.
μαγκάλι, (το) ουσ. μεταλλικό σκεύος μέσα στο οποίο τοποθετούνται
αναμμένα κάρβουνα για θέρμανση κλειστών χώρων.
mangal = μαγκάλι, πύραυνο, φουφού.
μαγκούφης, επίθ., (ο) ουσ. μόνος κι έρημος.
mankafa = χαζός, χοντροκέφαλος.
vakıf = ίδρυμα. || βακούφι.
μαϊμού, (η) ουσ. πίθηκος. || φτηνή απομίμηση.
maymun = μαϊμού, πίθηκος.
μαϊντανός, (ο) ουσ. το φυτό πετροσέλινο ή μακεδονήσι.
maydanoz = μαϊντανός.
μακαράς, (ο) ουσ. τροχαλία. || κουβαρίστρα. || καρούλι.
makara = τροχαλία, μπομπίνα, μασούρι, κουβαρίστρα.
μακάτι, (το) ουσ. στρωσίδι, κάλυμμα (κυρίως για τον καναπέ).
makat = κάλυμμα σοφά, επίστρωμα.
μανάβης, (ο) ουσ. οπωροπώλης, λαχανοπώλης.
manav = μανάβης, οπωροπώλης.
μαντέμι, (το) ουσ. μετάλλευμα. || χυτοσίδηρος.
maden = ορυκτό, μετάλλευμα. || μέταλλο. || ορυχείο,
μεταλλείο.
μαντεμτζής, (ο) ουσ. μεταλλουργός. || ιδιοκτήτης μεταλλείου.
madenci = μεταλλωρύχος. || μεταλλουργός. || ιδιοκτήτης
ορυχείου.
μα(ν)τζούνι, (το) ουσ. είδος πρακτικού φαρμακευτικού
παρασκευάσματος. || γλειφιτζούρι.
macun = ματζούνι. || γλειφιτζούρι. || αλοιφή.
μαξούλι, (το) ουσ. σοδειά, συγκομιδή, παραγωγή.
mahsul = προϊόν. || σοδειά, παραγωγή.
μαούνα, (η) ουσ. χαμηλό και πλατύ σκάφος, το οποίο χρησιμοποιείται
για φορτώσεις και εκφορτώσεις πλοίων μέσα στο λιμάνι
και για τη μεταφορά φορτίων σε μικρές αποστάσεις·
φορτηγίδα.
mav(u)na = μαούνα, φορτηγίδα.
μαουνιέρης, (ο) ουσ. ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης μαούνας. || ναυτεργάτης
που δουλεύει σε μαούνα.
mav(u)na = μαούνα, φορτηγίδα.
μαράζι, (το) ουσ. μαρασμός || φθίση. || μεγάλη θλίψη, καημός.
maraz = ασθένεια, νόσος. || μαρασμός. || μαράζι.
μαραζλής, (ο) ουσ. φθισικός, χτικιάρης.
marazlı = ασθενικός.
μαραζώνω, ρ. (για φυτά) μαραίνομαι. || με τρώει το μαράζι, φθίνω. ||
(μτφ.) στενοχωριέμαι, θλίβομαι, μελαγχολώ. || προκαλώ
(σε κάποιον) μαράζι.
maraz = ασθένεια, νόσος. || μαρασμός. || μαράζι.
μαραφέτι, (το) ουσ. οποιοδήποτε αντικείμενο (όταν δε θέλουμε ή δεν
μπορούμε να αναφέρουμε το όνομά του). || εργαλείο,
εξάρτημα, σύνεργο. || τέχνασμα.
marifet = μαστοριά, τέχνη. || χουνέρι, τέχνασμα.
μαρκούτσι, (το) ουσ. η καπνοσύριγγα του ναργιλέ. || (κατ΄ επέκταση)
μακρόστενο αντικείμενο, κυρίως εξάρτημα.
marpuç = μαρκούτσι.
μάσαλα, μασαλλά επιφ. επιφώνημα θαυμασμού.
|| αποτροπή βασκανίας: να μή βασκαθείς!
maşallah = εύγε! || να μη βασκαθείς! || φυλαχτό.
μασάλι, (το) ουσ. παραμύθι. || ψέμα.
masal = παραμύθι. || μύθος.
μασιά, (η) ουσ. σιδερένια λαβίδα για τα αναμμένα κάρβουνα·
πυράγρα. || είδος εργαλείου, σε σχήμα μασιάς, που
χρησιμοποιείται στην κομμωτική.
maşa = τσιμπίδα, μασιά. || λαβίδα. || φουρκέτα.
|| πυράγρα.
μασκαραλίκι, (το) ουσ. γελοιοποίηση, εξευτελισμός, ντροπή.
maskaralık = μασκαραλίκι, γελοιότητα.
μασκαράς, (ο) ουσ. άνθρωπος ανήθικος, απατεώνας, κακοήθης.
maskara = μασκαράς, καραγκιόζης. || γελοίος, κακοήθης.
μασούρι, (το) ουσ. μικρό καλάμι ή ξύλο, γύρω από το οποίο τυλίγεται το
νήμα. || κουβαρίστρα, καρούλι. || κέρματα ή
χαρτονομίσματα τυλιγμένα σε σχήμα κυλίνδρου.
masura = μασούρι. || μικρό καλάμι.
μαστούρης, (ο) ουσ., επίθ. αυτός που παίρνει ναρκωτικά. || αυτός που
βρίσκεται υπό την επήρεια ναρκωτικού.
mastor = μαστούρης. || πολύ μεθυσμένος.
μαστουρώνω, ρ. παίρνω ναρκωτικά. || βρίσκομαι υπό την επήρεια
ναρκωτικού.
mastor = μαστούρης. || πολύ μεθυσμένος.
μαστραπάς, (ο) ουσ. κανάτα, κύπελλο.
maşraba, maşrapa = κύπελλο, μαστραπάς.
ματζίρης, (ο) ουσ. τσιγκούνης, || κακομοίρης.
muhacir = μετανάστης.
ματζούνι, (το) ουσ. βλ. μαντζούνι.
macun = ματζούνι. || γλειφιτζούρι. || αλοιφή.
ματικάπι, (το) ουσ. είδος τρυπανιού· η αρίδα.
matkap = τρυπάνι, δράπανο, ματικάπι.
μαχαλάς, (ο) ουσ. γειτονιά, συνοικία, ενορία.
mahalle = συνοικία, γειτονιά.
μαχμουρλής, (ο) ουσ., επίθ. αυτός που μόλις ξύπνησε και είναι
νυσταλέος και βαρύθυμος· αγουροξυπνημένος.
mahmur = αγουροξυπνημένος, μαχμουρλής.
μαχμουρλίκι, (το) ουσ. η ιδιότητα, η κατάσταση του μαχμουρλή.
mahmurluk = μαχμουρλίκι.
μέγγενη, μέγκενη, (η) ουσ. είδος εργαλείου· σφιγκτήρας. || όργανο
βασανισμού.
mengene = μέγγενη, σφιγκτήρας.
μεζε(κ)λίκι, (το) ουσ. εκλεκτός μεζές. || ορεκτικό.
mezelik = μεζελίκι.
μεζές, (ο) ουσ. μικρή ποσότητα πικάντικου φαγητού που συνοδεύει
οινοπνευματώδη ποτά ή σερβίρεται ως ορεκτικό.
meze = ορεκτικό. || μεζές. || λιχουδιά.
μεϊντάνι, (το) ουσ. πλατεία. || αλώνι.
meydan = πλατεία. || πιάτσα. || ξέφωτο.
μελτέμι, (το) ουσ. βόρειος άνεμος της ανατολικής Μεσογείου.
meltem = μελτέμι.
μενεξές, (ο) ουσ. το φυτό ίο(ν) το εύοσμο(ν) και το άνθος του.
menekşe = μενεξές, ίο(ν), βιολέτα, γιούλι.
μεντεσές, (ο) ουσ. στροφέας, πόρτας ή παραθύρου· ρεζές.
menteşe = μεντεσές, ρεζές, στροφέας.
μεντρεσές, (ο) ουσ. μουσουλμανικό ιεροδιδασκαλείο.
medrese = μεντρεσές.
μεράκι, (το) ουσ. πόθος. || καημός. || ψυχική ευφορία.
merak = ενδιαφέρον. || μεράκι.
μερακλής, (ο) ουσ. αυτός που έχει μεράκι για κάτι.
meraklı = μερακλής.
μερεμέτι, (το) ουσ. επισκευή, επιδιόρθωση.
meramet, meremet = επισκευή, μερεμέτι.
μερεμετίζω, ρ. επισκευάζω, επιδιορθώνω.
meramet, meremet = επισκευή, μερεμέτι.
μεταλίκι, (το) ουσ. παλιό τουρκικό νόμισμα αξίας δέκα παράδων.
metelik = μεταλίκι, παράς. || δεκάρα.
μετερίζι, (το) ουσ. οχύρωμα, πρόχωμα, προμαχώνας.
meteris = πρόχωμα, προμαχώνας.
μετζίτι, (το) ουσ. παλιό τουρκικό νόμισμα.
mecidiye = μετζίτι.
μιλέτι, (το) ουσ. έθνος. || φυλή. || θρησκευτική κοινότητα.
millet = έθνος. || θρησκευτική κοινότητα.
μιναρές, (ο) ουσ. ο ψηλός πύργος του μουσουλμανικού ναού.
minare = μιναρές.
μιντέρι, (το) ουσ. χαμηλός ανατολίτικος καναπές.
minder = ανάκλιντρο, μιντέρι.
μισμίζης, (ο) ουσ. μίζερος. || σχολαστικός.
mızmız = γκρινιάρης. || υπερβολικά, λεπτολόγος.
μουαλεμπί, (το) ουσ. βλ. μουχαλεμπί.
mahallebi, muhallebi = μουχαλεμπί.
μουεζίνης, (ο) ουσ. μουσουλμάνος θρησκευτικός λειτουργός.
müezzin = μουεζίνης.
μουλάς, (ο) ουσ. τίτλος μουσουλμάνου ιερωμένου.
molla = μουλάς. || ιεροδίκης.
μούλκι, (το) ουσ. είδος ιδιοκτησίας. || γεωργικό κτήμα.
mülk = ιδιοκτησία. || περιουσία. || κτήμα.
μουρνταρεύω, ρ. λερώνω, βρομίζω. || έχω εξωσυζυγικές ερωτικές
δραστηριότητες.
murdar = βρομερός, μιαρός. || γυναικάς.
μουρντάρης, επίθ., (ο) ουσ. άνθρωπος βρομερός. || άνθρωπος
ακόλαστος.
murdar = βρομερός, μιαρός. || γυναικάς.
μουσακάς, (ο) ουσ. είδος φαγητού.
musakka = μουσακάς.
μουσαμαδιά, (η) ουσ. αδιάβροχο πανωφόρι από μουσαμά.
muşamba = μουσαμάς.
μουσαμάς, (ο) ουσ. είδος αδιάβροχου υφάσματος.
muşamba = μουσαμάς.
μουσαφίρης, (ο) ουσ. επισκέπτης. || φιλοξενούμενος.
misafir = επισκέπτης, μουσαφίρης.
μουσουλμάνος, (ο) ουσ. μωαμεθανός.
Müslüman = Μουσουλμάνος.
μουστερής, (ο) ουσ. πελάτης, αγοραστής.
müşteri = πελάτης, αγοραστής.
μουφλουζεύω, ρ. χρεοκοπώ, πτωχεύω.
müflis, müflüs = χρεοκοπημένος.
μουφλούζης, (ο) ουσ., επίθ. χρεοκοπημένος.
müflis, müflüs = χρεοκοπημένος.
μουφτής, (ο) ουσ. μουσουλμάνος θεολόγος.
müfti, müftü = μουφτής, νομοδιδάσκαλος.
μουχαλεμπί, (το) ουσ. είδος γλυκού από ρυζάλευρο και γάλα.
mahallebi, muhallebi = μουχαλεμπί.
μουχτάρης, (ο) ουσ. κοινοτάρχης. || προεστός.
muhtar = κοινοτάρχης. || μουχτάρης.
μπαγδατί, (το) ουσ. είδος μεσότοιχου ή ταβανιού.
bağdadi, bağdadî = μπαγδατί, τσατμάς.
Bağdat = Βαγδάτη.
μπαγιατεύω, ρ. (για τρόφιμα) γίνομαι μπαγιάτικος. || παλιώνω.
bayat = μπαγιάτικος, παλιός.
μπαγιάτικος, επίθ. (για τρόφιμα) που δεν είναι φρέσκος. || παλιός.
bayat = μπαγιάτικος, παλιός.
μπαγλαμάς, (ο) ουσ. είδος έγχορδου μουσικού οργάνου.
bağlama = έγχορδο μουσικό όργανο.
μπαγλαρώνω, ρ. δένω. || συλλαμβάνω, φυλακίζω. || ξυλοκοπώ.
bağlamak = δένω. || μπαγλαρώνω.
μπαϊλντίζω, ρ. εξαντλούμαι από μεγάλη κούραση. || λιποθυμώ.
bayılmak = λιποθυμώ. || εξαντλούμαι.
μπαϊράκι, (το) ουσ. σημαία, παντιέρα.
bayrak = σημαία, μπαϊράκι, παντιέρα.
μπαϊρακτάρης, (ο) ουσ. σημαιοφόρος. || στην Αλβανία, φύλαρχος.
bayraktar = μπαϊρακτάρης.
μπαϊράμι, (το) ουσ. μεγάλη μουσουλμανική γιορτή.
bayram = θρησκευτική ή εθνική γιορτή.
μπαΐρι, (το) ουσ. ακαλλιέργητο χωράφι. || βουνοπλαγιά.
bayır = ανήφορος. || πλαγιά.
μπακάλης, (ο) ουσ. παντοπώλης.
bakkal = παντοπώλης, μπακάλης.
μπακάλικο, (το) ουσ. το κατάστημα του μπακάλη.
bakkal = παντοπώλης, μπακάλης.
μπακαλοτέφτερο, (το) ουσ. το τεφτέρι του μπακάλη.
bakkal + defter
bakkal = παντοπώλης, μπακάλης.
defter = τετράδιο. || κατάστιχο. || τεφτέρι.
μπακίρι, (το) ουσ. χαλκός. || χάλκινο σκεύος.
bakır = χαλκός, μπακίρι.
μπακιρτζής, (ο) ουσ. κατασκευαστής μπακιριών· χαλκωματάς.
bakırcı = χαλκωματάς, μπακιρτζής.
μπακλαβάς, (ο) ουσ. είδος γλυκού του ταψιού.
baklava = μπακλαβάς.
μπακούρι, (το) ουσ. εργένης.
bakir = παρθένος.
μπακράτσι, (το) ουσ. είδος χάλκινου σκεύους.
bakraç = μπακράτσι. || χάλκινο δοχείο.
μπαλάσκα, (η) ουσ. βλ. παλάσκα.
palaska = μπαλάσκα, φυσιγγιοθήκη.
μπαλ(ν)τάς, (ο) ουσ. είδος τσεκουριού.
balta = τσεκούρι, πέλεκυς.
μπαλτατζής, (ο) ουσ. ξυλοκόπος.
baltacı = ξυλοκόπος.
μπάμια, (η) ουσ. το φυτό ιβίσκος ο εδώδιμος και ο καρπός του.
bamya = μπάμια.
μπαμπαλής, (ο) ουσ. ο πολύ γέρος. || γερομπαμπαλής.
babalık = πατρότητα. || πατριός. || γέρος.
μπαμπάς, (ο) ουσ. πατέρας.
baba = πατέρας, μπαμπάς.
μπαξεβάνης, (ο) ουσ. κηπουρός, περιβολάρης.
bahçıvan = κηπουρός, περιβολάρης.
μπαξές, (ο) ουσ. κήπος, ανθόκηπος, περιβόλι.
bahçe = κήπος, περιβόλι, μπαξές.
μπαξίσι, (το) ουσ. φιλοδώρημα. || δωροδοκία.
bahşiş = φιλοδώρημα, μπαξίσι.
μπαρδάκι, (το) ουσ. μικρό δοχείο νερού.
bardak = ποτήρι. || κύπελλο.
μπάρεμ(ου), επίρρ. τουλάχιστον.
bari = τουλάχιστον.
μπαρμπούτι, (το) ουσ. τυχερό παιχνίδι που παίζεται με ζάρια.
barbut = μπαρμπούτι.
μπαρούτι, (το) ουσ. πυρίτιδα.
barut = μπαρούτι, πυρίτιδα.
μπασκίνας, (ο) ουσ. αστυνομικός, μπάτσος.
baskın = ανώτερος, κυρίαρχος. || έφοδος.
μπασμάς, (ο) ουσ. είδος υφάσματος. || είδος επεξεργασίας καπνού.
basma = πίεση. || εκτύπωση. || μπασμάς.
μπατάλης, επίθ., (ο) ουσ. χοντρός, πλαδαρός, δυσκίνητος, άχαρος.
battal = άχρηστος. || άχαρος, αδέξιος.
μπατανία, (η) ουσ. είδος μάλλινης κουβέρτας.
battaniye = κουβέρτα, μπατανία.
μπαταξής, (ο) ουσ. κακοπληρωτής, αναξιόχρεος.
batakçı = κακοπληρωτής, μπαταξής.
μπαταριά, (η) ουσ. ομοβροντία.
batarya = ομοβροντία, μπαταριά.
μπατζάκι, (το) ουσ. το ένα από τα δύο σκέλη παντελονιού. || κνήμη.
bacak = πόδι, μηρός, κνήμη. || σκέλος.
μπατζανάκης, (ο) ουσ. σύγγαμπρος.
bacanak = μπατζανάκης, σύγγαμβρος.
μπατίρης, (ο) ουσ., επίθ. χρεοκοπημένος, φτωχός, αδέκαρος.
batırmak = βυθίζω. || καταστρέφω. || πτωχεύω.
μπατιρίζω, ρ. χρεοκοπώ, πτωχεύω.
batırmak = βυθίζω. || καταστρέφω. || πτωχεύω.
μπάτσος, (ο) ουσ. αστυνομικός.
baç = διόδια. || φόρος. || χαράτσι.
μπαχάρι, (το) ουσ. το ινδικό πιπέρι. || μπαχαρικό.
bahar = μπαχαρικό, μπαχάρι.
μπεζερίζω, ρ. βαριέμαι, κουράζομαι, αποκάμνω, εξαντλούμαι.
bezmek = βαριέμαι, απαυδίζω, μπουχτίζω.
μπεζεστένι, (το) ουσ. μεγάλη υπόστεγη αγορά.
bezesten = σκεπαστή αγορά, μπεζεστένι.
μπέης, (ο) ουσ. τίτλος ηγεμόνων.
bey = κύριος. || ηγεμόνας. || μπέης.
μπεκιάρης, (ο) ουσ. άγαμος, ανύπαντρος.
bekar, bekâr = ανύπαντρος, εργένης.
μπεκρής, (ο) ουσ. μέθυσος.
bekri = πότης, μπεκρής, αλκοολικός.
μπελαλής, (ο) ουσ., επίθ. άνθρωπο ζόρικος, δύστροπος.
belalı, belâlı = κουραστικός, δύσκολος, μπελαλής.
|| επικίνδυνος.
μπελάς, (ο) ουσ. ταλαιπωρία, σκοτούρα.
bela, belâ = μπελάς, σκοτούρα. || συμφορά, δυσκολία.
μπεμπέκα, (η) ουσ. μωρό θηλυκού γένους.
bebek = μωρό, βρέφος. || κούκλα.
μπεντένι, (το) ουσ. τείχος, έπαλξη.
beden = έπαλξη, προπύργιο, μπεντένι.
μπερεκέτι, (το) ουσ. αυθονία υλικών αγαθών, καλή σοδειά.
bereket = αφθονία. || ευλογία. || ευφορία. || μπερεκέτι.
μπερντάκι, περντάχι, (το) ουσ. ξυλοδαρμός.
perdah = λείανση. || στίλβωση. || κόντρα ξύρισμα.
μπερντές, (ο) ουσ. κουρτίνα.
perde = κουρτίνα, παραπέτασμα. || αυλαία.
μπεχλιβάνης, (ο) ουσ. πλανόδιος που επιδεικνύεται για βιοπορισμό.
pehlivan = παλαιστής, πεχλιβάνης.
μπιμπίλα, (η) ουσ. (1) είδος λεπτής δαντέλας.
birbiri = ο ένας μετά τον άλλον.
μπιμπίλα, (η) ουσ. (2) βλ. μπιρμπίλι (2).
bülbül = αηδόνι.
μπινελίκι, (το) ουσ. γλυκό ή μεζές. || κατηγορία, βρισιά.
binmek = ανεβαίνω, επιβαίνω. || ιππεύω.
ibne = άνδρας ομοφυλόφιλος, μπινές.
μπινές, (ο) ουσ. ομοφυλόφιλος άνδρας. || άνθρωπος κακός.
binmek = ανεβαίνω, επιβαίνω. || ιππεύω.
ibne = άνδρας ομοφυλόφιλος, μπινές.
μπιρμπίλι, (το) ουσ. (1) βλ. μπιμπίλα (1).
birbiri = ο ένας μετά τον άλλον.
μπιρμπίλι, (το) ουσ. (2) το αηδόνι. || μπιρμπίλι της θάλασσας
(αλκυόνα).
bülbül = αηδόνι.
μπιτ(ι), επίρρ. τελείως, εντελώς.
bitmek = τελειώνω, λήγω. || εξαντλώ. || εξαντλούμαι.
μπιτίζω, ρ. αποτελειώνω.
bitmek = τελειώνω, λήγω. || εξαντλώ. || εξαντλούμαι.
μπλιγούρι, (το) ουσ. χοντροαλεσμένο σιτάρι.
bulgur = πλιγούρι, μπλιγούρι.
μπογιά, (η) ουσ. χρώμα, βαφή.
boya = βαφή, χρώμα, μπογιά.
μπογιατζής, (ο) ουσ. ελαιοχρωματιστής, υδροχρωματιστής.
boyacı = βαφέας. || ελαιοχρωματιστής. || λούστρος.
μπογιατίζω, ρ. βάφω, χρωματίζω.
boyamak = βάφω, μπογιαντίζω, χρωματίζω.
μπόι, (το) ουσ. ανάστημα.
boy = ανάστημα, ύψος, μπόι. || μέγεθος.
μπόλικος, επίθ. αρκετός.
bol = άφθονος, μπόλικος. || ευρύχωρος.
bolluk = αφθονία. || ευρυχωρία.
μποξάς, (ο) ουσ. κομμάτι υφάσματος. || είδος φαγητού.
bohça = δέμα, μπόγος, μπογαλάκι.
μπόσικος, επίθ. χαλαρός, όχι στέρεος. || υποχωρητικός.
boş = άδειος, κενός. || ελεύθερος. || μάταιος, ανώφελος.
|| xαλαρός.
μποστάνι, (το) ουσ. λαχανόκηπος. || φυτεία πεπονιών, καρπουζιών.
bostan = λαχανόκηπος, περιβόλι, μποστάνι.
|| αγρός για πεπόνια και καρπούζια.
μπότζι, (το) ουσ. κούνημα πλοίου από τη θαλασσοταραχή.
boca = παρακύλισμα. || απάνεμη πλευρά.
bocalamak = ταλαντεύομαι. || διστάζω.
μπουγάζι, (το) ουσ. δίαυλος. || δερβένι.
boğaz = λαιμός. || πορθμός, μπουγάζι. || στενό, φαράγγι.
μπουγάτσα, (η) ουσ. είδος πίτας.
boğaça, poğaça = τυρόπιτα, μπουγάτσα.
μπουγιουρντί, (το) ουσ. επίσημο έγγραφο με δυσάρεστο περιεχόμενο.
buyruk = διαταγή.
buyrultu = διάταγμα.
buyurmak = διατάζω.
μπούζι, (το) ουσ. άκλ., επίθ. άκλ. πολύ κρύο.
buz = πάγος.
μπουζούκι, (το) ουσ. είδος λαϊκού μουσικού οργάνου.
bozuk = είδος ταμπουρά, παλιό μπουζούκι. || χαλασμένος.
μπουζουξής, (ο) ουσ. επαγγελματίας οργανοπαίχτης μπουζουκιού.
bozuk = είδος ταμπουρά, παλιό μπουζούκι. || χαλασμένος.
μπουλγούρι, (το) ουσ. βλ. μπλιγούρι.
bulgur = πλιγούρι, μπλιγούρι.
μπουλούκι, (το) ουσ. στίφος. || περιπλανώμενος θεατρικός θίασος.
bölük = λόχος. || τμήμα. || μπουλούκι.
μπουλούκος, (ο) ουσ. ευτραφής.
bolluk = αφθονία. || ευρυχωρία.
μπουμπάρι, (το) ουσ. παχύ έντερο σφαγμένου ζώου. || είδος φαγητού.
bumbar = μπουμπάρι.
μπουνταλάς, (ο) ουσ. άνθρωπος αφελής, ανόητος.
budala = ηλίθιος, βλάκας, μωρός, χαζός, μπουνταλάς.
μπουντρούμι, (το) ουσ. σκοτεινή φυλακή.
bodrum = υπόγειο, μπουντρούμι. || υπόγεια φυλακή.
μπουρέκι, (το) ουσ. είδος μικρής πίτας φαγητού ή γλυκού.
börek = μπουρέκι. || τυρόπιτα.
μπουρί, (το) ουσ. σωλήνας που μεταφέρει καπνό.
boru = σωλήνας. || μπουρού, σφυρίχτρα.
μπουρού, (το) ουσ. σάλπιγγα. || σειρήνα πλοίου ή εργοστασίου.
boru = σωλήνας. || σάλπιγγα. || μπουρού, σφυρίχτρα.
μπουρνούζι, (το) ουσ. είδος αραβικής χλαμύδας. || είδος λουτρικού.
bornoz, bornuz = μπουρνούζι. || αραβικό ένδυμα.
μπούρτζι, (το) ουσ. φρούριο που προστατεύει την είσοδο λιμανιού.
burç = πύργος, μπούρτζι.
μπούτι, (το) ουσ. μηρός.
but = μηρός, μπούτι.
μπουχτίζω, ρ. αισθάνομαι κορεσμό.
bıkmak = απαυδίζω. || βαριέμαι. || αηδιάζω.
μπρίκι, (το) ουσ. είδος μικρού μεταλλικού σκεύους.
ibrik = κανάτα. || μπρίκι. || καφεδοχείο.
μπρισίμι, (το) ουσ. μεταξωτή κλωστή.
ibrişim = μπρισίμι.
Ιστολόγιο υπό κατασκευή... Ευχαριστώ για την κατανόηση!
© Λιάνα Κουτρολίκου - Αθήνα, 02/08/2007 - Α.Σ. 8294
© Liana Koutrolikou - Athens, Greece, 02/08/2007 - Contr. No. 8294