δερβέναγας, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, αρχηγός σώματος στρατού.
derbentağası = δερβέναγας.
δερβένι, (το) ουσ. στενό πέρασμα ανάμεσα σε βουνά.
derbent = στενό πέρασμα, δερβένι.
δερβίσης, (ο) ουσ. μουσουλμάνος μοναχός.
derviş = δερβίσης, μουσουλμάνος μοναχός.
διαγουμίζω, ρ. λεηλατώ. || σπαταλώ.
yağma = λεηλασία, διαγούμισμα.
διβάνι, διβάνιο(ν), (το) ουσ. (1) βλ. ντιβάνι (1).
divan = ανώτατο συμβούλιο.|| δικαστήριο. || ντιβάνι,
σοφάς.
διβάνι, διβάνιο(ν), (το) ουσ. (2) αίθουσα συνεδριάσεων του τουρκικού
συμβουλίου του κράτους. || η τουρκική κυβέρνηση.
divan = ανώτατο συμβούλιο.|| δικαστήριο. || ντιβάνι,
σοφάς. [ΣΗΜ: βλ. σχόλιο "διβάνιο(ν)"].
....................................................................................
δοβλέτι, (το) ουσ. βλ. ντοβλέτι.
devlet = κράτος, δημόσιο. || δοβλέτι.
....................................................................................
Ιστολόγιο υπό κατασκευή... Ευχαριστώ για την κατανόηση!
© Λιάνα Κουτρολίκου - Αθήνα, 02/08/2007 - Α.Σ. 8294
© Liana Koutrolikou - Athens, Greece, 02/08/2007 - Contr. No. 8294