ταβάνι, (το) ουσ. οροφή.
tavan = οροφή, ταβάνι.
ταγίνι, ταΐνι, (το) ουσ. μερίδα τροφής. || τροφή ζώων.
tayın = συσσίτιο, μερίδα τροφής.
ταζέδικος, επίθ. φρέσκος, νωπός, πρόσφατος.
taze = φρέσκος, νωπός, πρόσφατος.
ταΐνι, (το) ουσ. βλ. ταγίνι.
tayın = συσσίτιο, μερίδα τροφής.
ταϊφάς, (ο) ουσ. φυλή, φάρα. || στράτευμα ατάκτων στρατιωτών.
taife, tayfa = πλήρωμα. || συμμορία.
τακίμι, (το) ουσ. σύνολο πραγμάτων. || ομάδα ατόμων. || ο φίλος.
takım = ομάδα. || σετ, σύνεργα, σειρά εργαλείων, τακίμι.
ταμάμ, επίρρ. ακριβώς, όμοια, σωστά. || στην κατάλληλη στιγμή.
tamam = πλήρης, άρτιος. || εντάξει. || τέλος.
ταμάχι, (το) ουσ. πλεονεξία, απληστία.
tamah = πλεονεξία, απληστία.
ταμαχ(κ)ιάρης, (ο) ουσ., επίθ. πλεονέκτης, άπληστος, λαίμαργος,
αχόρταγος.
tamahkâr = πλεονέκτης, άπληστος, φιλάργυρος.
ταμπάκης, (ο) ουσ.βυρσοδέψης.
tabak = πιάτο. || βυρσοδέψης, ταμπάκης.
ταμπλάς, (ο) ουσ. συγκοπή, αποπληξία.
damla = σταγόνα, ρανίδα. || αποπληξία.
ταμπουράς, (ο) ουσ. είδος έγχορδου λαϊκού μουσικού οργάνου.
tambura = έγχορδο όργανο.
ταμπούρι, (το) ουσ. οχύρωμα, χαράκωμα, προμαχώνας.
|| μονάδα στρατού.
tabur = τάγμα.
ταξίμι, (το) ουσ. είδος μουσικού αυτοσχεδιασμού της λαϊκής ή
δημοτικής μουσικής.
taksim = διανομή. || διαίρεση. || ταξίμι.
ταπί, (το) ουσ. άκλ. (1) τουρκικός τίτλος ιδιοκτησίας.
tapu = τίτλος ιδιοκτησίας.
ταπί, (το) ουσ. άκλ., επίρρ. (2) χωρίς χρήματα.
tabi = εξαρτημένος. || υποκείμενος.
τάπια, (η) ουσ. προμαχώνας.
tabya = οχυρό, προπύργιο. || προμαχώνας. || τάπια.
ταραμάς, (ο) ουσ. κόκκινο χαβιάρι, αβγοτάραχο.
tarama = διαγράμμιση. || ταραμάς. || κτένισμα.
ταρατόρι, (το) ουσ. τζατζίκι.
tarator = σκορδαλιά.
ταρσανάς, (ο) ουσ. ναυπηγείο. || ναύσταθμος.
tersane = ναυπηγείο. || ναύσταθμος. || ταρσανάς.
τασάκι, (το) ουσ. μικρό σταχτοδοχείο.
tas = δοχείο, μπολ, τάσι.
τάσι, (το) ουσ. μεταλλικό κύπελλο. || μεταλλικός δίσκος
(τροχού αυτοκινήτου, ντραμς, ζυγαριάς).
tas = δοχείο, μπολ, τάσι.
τασκεμπάπ, (το) ουσ. άκλ. είδος φαγητού από μικρά κομμάτια
κοκκινιστού κρέατος.
taskebabı = τασκεμπάπ.
ταφλάνι, (το) ουσ. είδος φυτού.
taflan = δάφνη.
ταφτάς, (ο) ουσ. ύφασμα από λεπτό, πυκνοϋφασμένο μετάξι.
tafta = ταφτάς.
ταχίνι, (το) ουσ. πολτός από αλεσμένο σουσάμι.
tahin = ταχίνι.
ταψί, (το) ουσ. είδος μαγειρικού σκεύους για ψήσιμο στο φούρνο.
tepsi = δίσκος. || ταψί.
τεζάκι, τεζάχι, (το) ουσ. πάγκος μαγαζιού.
tezgâh = πάγκος. || εργαστήριο.
τεκές, (ο) ουσ. ισλαμικό μοναστήρι. || καταγώγιο.
tekke = δερβίσικο μοναστήρι. || τεκές.
τελατίνι, (το) ουσ. κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού.
telatin = τελατίνι. || ρωσικό δέρμα.
τελεμές, (ο) ουσ. είδος μαλακού άσπρου τυριού.
teleme = τελεμές.
τέλι, (το) ουσ. λεπτό σύρμα. || μεταλλική χορδή μουσικού οργάνου.
tel = σύρμα. || καλώδιο, αγωγός. || νήμα. || τηλεγράφημα.
|| χορδή. || τέλι.
τεμενάς, (ο) ουσ. είδος ανατολίτικου χαιρετισμού.
temenna(h) = είδος χαιρετισμού, υπόκλιση, τεμενάς.
τεμπέλης, επίθ., (ο) ουσ. οκνηρός, φυγόπονος, χασομέρης.
tembel = τεμπέλης, οκνηρός.
τεμπελχανάς, (ο) ουσ. άνθρωπος πολύ τεμπέλης.
tembelhane = τεμπελχανείο.
τεμπεσίρι, (το) ουσ. κιμωλία.
tebeşir = κιμωλία.
τενεκές, (ο) ουσ. λευκοσίδηρος. || δοχείο από λευκοσίδηρο.
teneke = λευκοσίδηρος, τενεκές.
τενεκετζής, (ο) ουσ. λευκοσιδηρουργός.
tenekeci = λευκοσιδηρουργός.
τέντζερης, (ο) ουσ. κατσαρόλα.
tencere = κατσαρόλα, χύτρα.
τεπές, (ο) ουσ. (1) κορυφή, ύψωμα.
tepe = λόφος, ύψωμα. || κορυφή.
τεπές, (ο) ουσ. (2) η θολωτή κορυφή καπέλου ή φεσιού. || θόλος.
tepe = λόφος, ύψωμα. || κορυφή.
τερζής, (ο) ουσ. ράφτης ελληνικών εθνικών ενδυμασιών.
terzi = ράφτης.
τερλίκι, (το) ουσ. είδος υποδήματος που μοιάζει με κάλτσα.
terlik = παντόφλα. || τερλίκι.
τερτίπι, (το) ουσ. κόλπο, παραπλανητικό τέχνασμα. || νάζι, τσαχπινιά.
tertip = τάξη. || ταξινόμηση. || σχέδιο. || τέχνασμα.
|| τερτίπι.
τεφαρίκι, (το) ουσ. πράγμα εκλεκτής ποιότητας, σπάνιο, πολύτιμο.
tefarik = σπανιότατος, πολύτιμος.
τεφτέρι, (το) ουσ. τετράδιο λογαριασμών, σημειωματάριο.
defter = τετράδιο. || κατάστιχο. || τεφτέρι.
τζάκι, (το) ουσ. εστία, παραγώνι, παραστιά.
ocak = τζάκι, εστία. || κουζίνα. || παραγώνι, παραστιά.
τζάμι, (το) ουσ. γυαλί. || υαλοπίνακας πόρτας, παραθύρου, βιτρίνας κ.ά.
cam = γυαλί. || παράθυρο. || τζάμι.
τζαμί, (το) ουσ. μουσουλμανικός ναός, τέμενος.
cami = τέμενος. || τζαμί.
τζαμ(ι)λίκι, (το) ουσ. πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετείται το τζάμι.
|| τζαμαρία.
camlık = τζαμωτό.
τζάμπα, επίρρ., επίθ. δωρεάν. || πολύ φτηνά. || άδικα, μάταια.
caba = δωρεάν. || τζάμπα.
τζαμπάζης, τσαμπάζης, τσαμπάσης, (ο) ουσ. ζωέμπορος.
cambaz = σκοινοβάτης, ακροβάτης. || ζωέμπορος.
|| πανούργος, δόλιος.
τζαμπατζής, (ο) ουσ. αυτός που απολαμβάνει κάτι δωρεάν.
cabacı = ασύδοτος. || τζαμπατζής.
τζαναμπέτης, (ο) ουσ., επίθ. άνθρωπος κακότροπος, ιδιότροπος,
στριφνός, δύστροπος, στριμμένος· στραβόξυλο.
cenabet = ακάθαρτος. || άθλιος. || τζαναμπέτης.
τζάνεμ, επιφ. καλέ μου, αγαπητέ μου, ψυχή μου.
canım = αγάπη μου, ψυχή μου, τζάνεμ.
τζατζίκι, (το) ουσ. είδος ορεκτικού από γιαούρτι, αγγούρι, σκόρδο κ.ά.
cacık = τζατζίκι.
-τζής -τζού, κατάλ. ουσ. κατάληξη ουσιαστικών που δηλώνουν
επάγγελμα ή ιδιότητα.
-cı, -ci, -cu, -cü = δηλώνει πωλητή ή τεχνίτη.
τζερεμές, (ο) ουσ. άδικη ζημιά. || άνθρωπος άχρηστος, τεμπέλης.
cereme = πρόστιμο, ποινή. || τζερεμές.
τζιέρι, (το) ουσ. συκώτι. || (πληθ. τα τζιέρια) σπλάχνα, εντόσθια,
κυρίως σφαγίου.
ciğer = συκώτι. || πνεύμονας. || συκωταριά.
τζίνι, (το) ουσ. φανταστικό πονηρό πνεύμα.
cin = δαιμόνιο, δαίμονας. || ξωτικό. || τζίνι.
τζιτζί, (το) ουσ. για κάποιον ή κάτι πολύ όμορφο.
cici = ωραίος, τζιτζί. || τζουτζούκος.
τζοβαΐρι, (το) ουσ. πολύτιμος λίθος.
cevahir = κόσμημα.
τζουτζές, (ο) ουσ. νάνος. || γελωτοποιός.
cüce = νάνος.
τζουτζούκος, (ο) ουσ. προσφώνηση αγαπημένου προσώπου.
çocuk = παιδί, γιός.
τιμάρι, (το) ουσ. η περιποίηση, το καθάρισμα υποζυγίου.
tımar = τιμάριο, φέουδο. || περιποίηση.
τιτίζης, (ο) ουσ., επίθ. λεπτολόγος. || δύστροπος, εκνευριστικός.
titiz = σχολαστικός, λεπτολόγος. || ιδιότροπος.
τόκα, (η) ουσ. είδος πόρπης.
toka = αγκράφα, πόρπη.
τοκμάκι, (το) ουσ. ξύλινο σφυρί. || είδος σιδερένιου κόπανου.
tokmak = κόπανος, γουδοχέρι. || ρόπτρο.
τόπι, (το) ουσ. παιδική μπάλα.
top = μπάλα, τόπι. || σφαίρα.
τοπούζι, (το) ουσ. ρόπαλο που απολήγει σε σφαιρικό άκρο. || πόμολο.
topuz = ρόπαλο. || ρόπτρο.
τορβάς, (ο) ουσ. βλ. ντορβάς.
torba = σακί. || σακούλα. || ζεμπίλι, ντορβάς.
τουζλούκι, (το) ουσ. είδος περικνημίδας.
tozluk = γκέτα. || περικνημίδα.
τουλούμι, (το) ουσ. ασκί.
tulum = ασκί. || τουλούμι. || γκάϊντα.
τουλούμπα, (η) ουσ. (2) είδος γλυκού.
tulumba tatlısı = τουλούμπα (γλυκό).
τουλ(ου)πάνι, (το) ουσ. λεπτό βαμβακερό ύφασμα. || μαντίλα.
tülbent = τουλουπάνι.
τουμπεκί, (το) ουσ. είδος ψιλοκομμένου καπνού για ναργιλέ.
tömbeki = τουμπεκί.
τουμπελέκι, (το) ουσ. είδος στενόμακρου τυμπάνου με πήλινο ηχείο.
dümbelek = τουμπελέκι. || μικρό τύμπανο.
τουράς, (ο) ουσ. το μονόγραμμα του σουλτάνου. || σφραγίδα.
tuğra, tura = τουράς. || κορώνα. || μονόγραμμα και
σφραγίδα σουλτάνων.
Τούρκος, (ο) ουσ. αυτός που κατάγεται από την Τουρκία.
Türk = Τούρκος.
τουρλού, (το) ουσ. άκλ., επίθ. άκλ. είδος φαγητού. || ανάκατα,
λογής λογής.
türlü = είδος, διάφορα. || λογής λογής. || είδος φαγητού.
|| τουρλού.
τουρσί, (το) ουσ. λαχανικό που διατηρείται σε ξίδι ή άρμη.
turşu = τουρσί.
τουσλούκι, (το) ουσ. είδος περισκελίδας.
dizlik = επιγονατίδα.
τουφέκι, (το) ουσ. φορητό πυροβόλο όπλο με μακριά κάννη.
tüfek = τουφέκι.
τουφεξής, (ο) ουσ. κατασκευαστής ή πωλητής τουφεκιών.
tüfekçi = οπλοπώλης. || τουφεξής.
τράμπα, (η) ουσ. ανταλλαγή, αντάλλαγμα.
trampa = ανταλλαγή. || τράμπα.
τρελοκαμπέρω, (η) ουσ. γυναίκα άμυαλη και απερίσκεπτη.
kamber = που είναι μέσα σε όλα.
τσάγαλο, (το) ουσ. το χλωρό αμύγδαλο.
çağla = τσάγαλο.
τσαγανό, (το) ουσ. η ζωτικότητα, το νεύρο, η δύναμη.
çağanoz = καβουράκι.
τσαγανός, (ο) ουσ. ο κάβουρας. || εξάρτημα της ραπτομηχανής.
çağanoz = καβουράκι.
τσαΐρι, (το) ουσ. το λιβάδι.
çayır = λιβάδι, βοσκοτόπι || νομή.
τσακάλι, (το) ουσ. άγριο σαρκοφάγο θυλαστικό.
çakal = τσακάλι.
τσακίρης, (ο) ουσ. γαλανομάτης.
çakır = γαλανομάτης, τσακίρης.
τσακμάκι, (το) ουσ. αναπτήρας.
çakmak = αναπτήρας, τσακμάκι.
τσαλαπετεινός, (ο) ουσ. είδος πτηνού με χαρακτηριστικό λοφίο στο
κεφάλι.
çalı = θάμνος, βάτος.
τσαλί, (το) ουσ. φρύγανο. || είδος θάμνου.
çalı = θάμνος, βάτος.
τσαλίμι, (το) ουσ. επιδέξια κίνηση. || νάζι, κούνημα, τσάκισμα.
çalım = επίδειξη. || νάζι, σκέρτσο. || τσαλίμι.
τσάμι, (το) ουσ. πεύκο.
çam = πεύκο.
τσαμπάζης, τσαμπάσης, (ο) ουσ. βλ. τζαμπάζης.
cambaz = σκοινοβάτης, ακροβάτης. || ζωέμπορος.
|| πανούργος, δόλιος.
τσαμπουκάς, (ο) ουσ. χαρακιά που γίνεται με ξυράφι. || ζοριλίκι,
μαγκιά, νταηλίκι.
çabuk = γοργός, ταχύς. || γρήγορα.
sabıka = προηγούμενες καταδίκες. || μητρώο.
τσανάκα, (η) ουσ. μεγάλο τσανάκι. || γαβάθα.
çanak = γαβάθα, τσανάκα.
τσανάκι, (το) ουσ. πήλινο πιάτο. || άνθρωπος αχρείος.
|| είδος ασθένειας.
çanak = γαβάθα, τσανάκα.
τσάντα, (η) ουσ. σάκος, σάκα ή σακίδιο.
çanta = τσάντα. || σάκος.
τσαντίρι, (το) ουσ. σκηνή, αντίσκηνο, τέντα, πρόχειρη κατοικία.
çadır = αντίσκηνο, σκηνή. || τέντα. || τσαντίρι.
τσαούσης, (ο) ουσ., επίθ. βαθμός υπαξιωματικού του τουρκικού
στρατού.
çavuş = λοχίας.
τσαπαρί, (το) ουσ. είδος πετονιάς με πολλά αγκίστρια.
çapari = τσαπαρί.
τσαπατσούλης, επίθ., (ο) ουσ. άνθρωπος ακατάστατος, άτσαλος.
çapaçul = κακοντημένος. || ακατάστατος.
τσαπράζι(α), (το, τα) ουσ. τα χρυσά ή ασημένια στολίδια και
κοσμήματα της εθνικής αντρικής φορεσιάς, που
φοριούνταν σταυρωτά στο στήθος.
çapraz = διαγώνιος. || σταυρωτός.
τσαρδάκι, (το) ουσ. καλύβα από κλαδιά, παράπηγμα. || φτωχόσπιτο.
çardak = υπόστεγο. || καλύβα από κλαδιά, τσαρδάκι.
τσάρκα, (η) ουσ. βόλτα, περίπατος, σεργιάνι.
çark = τροχός. || στροφή.
τσαρούχι, (το) ουσ. είδος ελαφρού, χαμηλού παπουτσιού με φούντα
στη μύτη.
çarık = τσαρούχι. || φρένο άμαξας.
τσαρσί, (το) ουσ. χώρος όπου βρίσκονται μαγαζιά, αγορά.
çarşı = αγορά, παζάρι.
τσατάλι, (το) ουσ. διχαλωτό ξύλο.
çatal = πηρούνι, περόνη. || διακλάδωση, διχάλα.
τσατίζω, ρ. πειράζω, ενοχλώ, εξοργίζω, εκνευρίζω κάποιον.
çatışmak = συγκρούομαι. || διαπληκτίζομαι.
τσατμάς, (ο) ουσ. είδος λεπτού ξύλινου τοίχου.
çatma = σκελετός κτιρίου.
τσαχπίνης, επίθ., (ο) ουσ. ναζιάρης, ερωτιάρης. || καταφερτζής.
çapkın = τσαχπίνης. || ερωτιάρης.
τσεβρές, (ο) ουσ. κεντητό μαντίλι, τσεμπέρι.
çevre = περιβάλλον. || κύκλος. || τσεβρές. || τσεμπέρι.
τσελε(μ)πής, (ο) ουσ. τίτλος που δινόταν στα παιδιά του σουλτάνου
και σε ανώτερο αρχηγό δερβίσικου τάγματος.
çelebi = αρχοντάνθρωπος, κύριος. || ευγενής.
τσελίκι, (το) ουσ. (1) το ατσάλι. || (μτφ.) άνθρωπος υγιής, ρωμαλέος.
çelik = ατσάλι, χάλυβας.
τσελίκι, (το) ουσ. (2) είδος παιδικού παιχνιδιού με βέργες· το ξυλίκι.
çelikçomak = τσιλίκι, ξυλίκι.
τσεμπέρι, (το) ουσ. είδος μαντιλιού για το κεφάλι.
çember = ζωστήρας. || κύκλος. || τσεμπέρι. || στεφάνι.
τσέπη, (η) ουσ. είδος θήκης για μικροαντικείμενα.
cep = τσέπη, θυλάκιο.
τσέτες, (οι) ουσ. Τούρκοι αντάρτες, οργανωμένοι σε συμμορίες.
çete = άτακτος στρατός. || αντάρτες. || συμμορία. || τσέτες.
τσιβί, (το) ουσ. ξύλινο καρφί.
çivi = καρφί.
τσιγγούνης, επίθ. φιλάργυρος, φειδωλός, τσιφούτης.
çingâne, çingene = τσιγγάνος. || αναιδής. || φιλάργυρος.
τσιγκέλι, (το) ουσ. σιδερένιο άγκιστρο.
çengel = γάντζος, τσιγκέλι, αρπάγη, άγκιστρο.
τσικρίκι, (το) ουσ. χειροκίνητο μηχάνημα, είδος διπλής ρόκας.
çıkrık = βαρούλκο. || ανέμη, ροδάνι.
τσίλικος, επίθ. (για νόμισμα) νεόκοπος, γυαλιστερός.
çil = κουκκίδα. || (για κέρμα) νέος, λαμπερός.
çilçil = τσίλικος.
τσιμπούκι,(το) ουσ. είδος πίπας.
çubuk = βέργα, ραβδί. || λοστός. || πίπα. || τσιμπούκι.
τσιμπούσι, (το) ουσ. φαγοπότι, συμπόσιο, διασκέδαση.
cümbüş = τσιμπούσι, φαγοπότι, συμπόσιο.
τσιπλάκης, επίθ., (ο) ουσ. γυμνός. || άπορος, φτωχός, κακομοίρης.
çı plak = γυμνός. || φτωχός.
τσιράκι, (το) ουσ. μαθητευόμενος τεχνίτης. || οπαδός. || υπηρέτης.
çırak = μαθητευόμενος. || τσιράκι.
τσιρίσι , (το) ουσ. κόλλα που χρησιμοποιούν οι υποδηματοποιοί.
çiriş = κόλλα παπουτσιών.
τσίτι, (το) ουσ. είδος φτηνού βαμβακερού υφάσματος.
çit = φράχτης, περίφραγμα. || τσίτι.
τσιφλίκι, (το) ουσ. στην Τουρκοκρατία, μεγάλο αγρόκτημα.
çif(t)lik= φάρμα, αγρόκτημα, κτήμα. || έπαυλη. || τσιφλίκι.
τσιφούτης, (ο) ουσ., πίθ. Εβραίος || φιλάργυρος, τσιγγούνης.
çıfıt = τσιφούτης, τσιγκούνης. || Εβραίος.
τσιφτετέλι, (το) ουσ. είδος ανατολίτικου λαϊκού χορού.
çiftetelli = τσιφτετέλι.
τσίφτης, (ο) ουσ., πίθ. άνθρωπος τέλειος. || άνθρωπος καπάτσος.
çift = ζευγάρι. || ζυγός, άρτιος. || διπλός.
τσογλάνι, (το) ουσ. νεαρός ΄Ελληνας στην υπηρεσία του σουλτάνου.
|| παλιόπαιδο, αλήτης. iç = μέσα, εντός. || εσωτερικό.
oğlan = αγόρι, παιδί.
τσόλι, (το) ουσ. κουρέλι.|| φτηνό ή φθαρμένο ρούχο ή στρωσίδι.
çul = σαμαροσκούτι. || τσόλι. || παλιόρουχο.
τσολιάς, (ο) ουσ. εύζωνος.
çul = σαμαροσκούτι. || τσόλι. || παλιόρουχο.
τσο(μ)πάνης, (ο) ουσ. βοσκός, ποιμένας.
çoban = βοσκός, ποιμένας, τσοπάνης.
τσορβάς, (ο) ουσ. σούπα.
çorba = σούπα.
τσορμπατζής, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, χριστιανός πρόκριτος ή
γαιοκτήμονας.
çorbacı = μάγειρας. || προύχοντας. || πρόκριτος.
|| αφέντης.
τσότρα, (η) ουσ. ξύλινο δοχείο για κρασί ή νερό· φλασκί.
çotra = φλασκί, τσότρα.
τσουβάλι, (το) ουσ. είδος μεγάλου σάκου.
çuval = σακί, σάκος, τσουβάλι.
τσουένι, (το) ουσ. φυτική ουσία που έχει ιδιότητες σαπουνιού.
çöven = σαπουνόριζα. || τσουένι.
τσουλούφι, (το) ουσ. τούφα μαλλιών.
zülüf = μπουκλίτσα. || τσουλούφι.
τσουμπές, (ο) ουσ. μακρύ πανωφόρι. || ράσο.
cüppe = μανδύας. || τήβεννος. || ράσο. || τσουμπές.
τσουράπι, (το) ουσ. κοντή μάλλινη κάλτσα, χειροποίητη, που φορούν
οι χωρικοί.
çorap = κάλτσα.
τσουρέκι, (το) ουσ. είδος αφράτου, γλυκού ψωμιού.
çörek = τσουρέκι.
τσουτσέκι, (το) ουσ. ο μικροκαμωμένος. || ο ανήλικος. || ο θρασύς.
çiçek = λουλούδι.
cüce = νάνος.
τσόχα, (η) ουσ. είδος μονόχρωμου μάλλινου υφάσματος.
çuha = τσόχα.
Ιστολόγιο υπό κατασκευή... Ευχαριστώ για την κατανόηση!
© Λιάνα Κουτρολίκου - Αθήνα, 02/08/2007 - Α.Σ. 8294
© Liana Koutrolikou - Athens, Greece, 02/08/2007 - Contr. No. 8294