σαγανάκι, (το) ουσ. (1) ριπή ανέμου, ανεμοστρόβιλος.
sağanak = ραγδαία βροχή, νεροποντή.
σαγανάκι, (το) ουσ. (2) μικρό σαγάνι. || φαγητό που ψήνεται σε αυτό.
sahan = σαγανάκι, σαγάνι, σαχάνι.
σαγάνι, (το) ουσ. είδος τηγανιού ή ταψιού με δύο λαβές.
sahan = σαγανάκι, σαγάνι, σαχάνι.
σαγιάκι, (το) ουσ. μάλλινο ύφασμα κατάλληλο για κάπες χωρικών.
şayak = είδος μάλλινου υφάσματος.
σαγούλι, (το) ουσ. το νήμα της στάθμης.
şakul = νήμα της στάθμης.
σαγρέ(ς), (ο) ουσ. (1) είδος επιχρίσματος ή βαψίματος τοίχου.
sağrı = καπούλια.
sahre = βράχος.
σαγρέ(ς), (ο) ουσ. (2) είδος δέρματος με κοκκώδη επιφάνεια.
sağrı = καπούλια.
sahre = βράχος.
σαζάνι, (το) ουσ. είδος ψαριού του γλυκού νερού· ο κυπρίνος.
sazan = κυπρίνος, σαζάνι.
σάζι, (το) ουσ. είδος έγχορδου μουσικού οργάνου.
saz = καλάμι, καλαμιά. || σάζι.
σαΐνι, (το) ουσ. είδος γερακιού. || (μτφ.) άνθρωπος εύστροφος.
şahin = γεράκι, σαΐνι.
σακάτης, (ο) ουσ., επίθ. ο ανάπηρος.
sakat = ανάπηρος, σακάτης.
σακατιλίκι, (το) ουσ. αναπηρία.
sakatlık = αναπηρία. || ελάττωμα.
σακουλεύομαι, ρ. (αργκό) αντιλαμβάνομαι επερχόμενο κίνδυνο.
şakullemek = σταθμίζω, αλφαδιάζω.
σαλβάρι, (το) ουσ. είδος φαρδιού παντελονιού, είδος βράκας.
şalvar = σαλβάρι, βράκα.
σαλέπι, (το) ουσ. είδος φυτού. || είδος θερμαντικού ποτού.
salep = σαλέπι.
σαλεπιτζής, (ο) ουσ. παρασκευαστής και πωλητής σαλεπιού.
salepçi = πωλητής σαλεπιού, σαλεπιτζής.
σάμαλι, (το) ουσ. είδος σιροπιαστού γλυκίσματος.
Şam = Δαμασκός.
σαματάς, (ο) ουσ. θόρυβος, ταραχή, φασαρία. || καβγάς.
şamata = θόρυβος, φασαρία, σαματάς.
σαμντάνι, (το) ουσ. κηροπήγιο.
şamdan = κηροπήγιο.
σαμούρι, (το) ουσ. ζιμπελίνα, νυφίτσα.
samur = ζιμπελίνα, σαμούρι.
σαντζάκι, (το) ουσ. διοικητική περιφέρεια. || σημαία με κοντάρι.
sancak = σημαία, λάβαρο, σαντζάκι.
σαντούρι, (το) ουσ. είδος έγχορδου μουσικού οργάνου.
santur = σαντούρι.
σαν φιστίκ, (το) ουσ. άκλ. φιστίκι Αιγίνης.
şamfıstığı = αιγινίτικο φιστίκι.
σαράι, (το) ουσ. ανάκτορο, παλάτι.
saray = ανάκτορο, παλάτι, σαράι.
σαράτσης, (ο) ουσ. ο σελοποιός.
saraç = σαγματοποιός, σελοποιός.
σαράφης, (ο) ουσ. ο αργυραμοιβός.
sarraf = αργυραμοιβός, σαράφης.
σαραφλίκι, (το) ουσ. το επάγγελμα του σαράφη και το κέρδος του.
sarraflık = το επάγγελμα του σαράφη.
|| η αμοιβή του σαράφη.
σαρίκι, (το) ουσ. ύφασμα που τυλίγεται γύρω από το φέσι.
sarık = σαρίκι, τουρμπάνι.
σαρμάς, (ο) ουσ. είδος φαγητού από κιμά και ρύζι· ο ντολμάς
sarma = τύλιγμα. || περίπτυξη. || σαρμάς.
σαστίζω, ρ. προκαλώ σε κάποιον σύγχυση. || συγχύζομαι.
şaşmak = απορώ, εκπλήσσομαι.
σαφορά, (η) ουσ. βλ. ζαφορά.
safran = ζαφορά, κρόκος.
σεβνταλής, (ο) ουσ. ο ερωτοχτυπημένος, ο ερωτιάρης.
sevdalı = ερωτευμένος.
σεβντάς, (ο) ουσ. ο ερωτικός καημός, το ερωτικό πάθος.
sevda = αγάπη, έρωτας, σεβντάς. || επιθυμία.
σεΐζης, (ο) ουσ. ο ιπποκόμος.
seyis = ιπποκόμος, σταβλίτης, σεΐζης.
σεϊτάνης, (ο) ουσ. ο σατανάς, ο διάβολος.
şeytan = σατανάς, διάβολος, δαίμονας.
σεΐχης, (ο) ουσ. μουσουλμάνος φύλαρχος.
|| ο ηγούμενος των δερβίσηδων.
şeyh = σεΐχης.
σεκλέτι, (το) ουσ. στενοχώρια, καημός, κυρίως ερωτικός.
sıklet = βάρος. || θλίψη.
σελάχι, (το) ουσ. δερμάτινη ζώνη των φουστανελοφόρων,
θήκη για τα όπλα τους.
silah, silâh = όπλο. || άρματα.
Σελτζούκοι, (οι) ουσ. τουρκικό φύλο, τουρκικός λαός,
τουρκική δυναστεία.
Selçuk = Σελτζούκος.
σεντέφι, (το) ουσ. το μαργαριτάρι. || το μάργαρο.
sedef = σεντέφι, μάργαρο.
σεντούκι, (το) ουσ. μπαούλο, κασέλα.
sandık = σεντούκι, κιβώτιο.
σερασκέρης, (ο) ουσ. στην Τουρκία, ο αρχιστράτηγος,
στρατιωτικός διοικητής.
serasker = πολέμαρχος, αρχιστράτηγος, σερασκέρης.
σεργιάνι, (το) ουσ. περίπατος, βόλτα, σουλάτσο, τσάρκα.
seyran = περίπατος, σεργιάνι. || αγνάντεμα, θέα.
σερδάρης, (ο) ουσ. ο αρχηγός του στρατού.
serdar = αρχιστράτηγος.
σερέτης, (ο) ουσ., επίθ. άνθρωπος δύστροπος, ζόρικος. || στρεψόδικος.
şirret = στρίγκλος, μοχθηρός, σερέτης.
σερμαγιά, σιρμαγιά, (η) ουσ. το αρχικό κεφάλαιο επιχείρησης.
|| η περιουσία.
sermaye = κεφάλαιο, σερμαγιά.
σερμπέτι, (το) ουσ. είδος πολύ γλυκού και αρωματικού ποτού.
şerbet = σερμπέτι, γλυκό ποτό.
σερσέμης, (ο) ουσ., επίθ. ανόητος, βλάκας, μπουνταλάς.
|| σαστισμένος.
sersem = ανόητος, βλάκας, σερσέμης. || ζαλισμένος.
σέρτης, (ο) ουσ., επίθ. άνθρωπος οξύθυμος και εκδικητικός.
sert = σκληρός, τραχύς. || βάναυσος.
σέρτικος, επίθ. (για καπνό) βαρύς. || (για άνθρωπο) οξύθυμος.
sert = σκληρός, τραχύς. || βάναυσος.
σεφέρι, (το) ουσ. στράτευμα. || εκστρατεία, πόλεμος, ταξίδι.
sefer = ταξίδι, εκστρατεία, σεφέρι.
σεφτές, (ο) ουσ. η πρώτη πώληση της ημέρας. || αρχή έργου.
siftah = χερικό, ποδαρικό, σεφτές.
σιλτές, (ο) ουσ. στρώμα κρεβατιού. || είδος τάπητα.
şilte = στρώμα.
σιμιτζής, (ο) ουσ. κουλουράς.
simitçi = κουλουρτζής, σιμιτζής.
σιμίτι, (το) ουσ. είδος κουλουριού.
simit = κουλούρι.
σιναμική, (η) ουσ. είδος καθαρτικού φαρμάκου.
sinameki = σιναμική.
σινάφι, (το) ουσ. συντεχνία. || κοινωνική ομάδα, κοινωνική τάξη.
esnaf = μικρέμπορος. || συντεχνία.
σινί, (το) ουσ. είδος μεγάλου στρογγυλού ταψιού.
sini = μεγάλος δίσκος. || σινί.
σιντριβάνι, (το) ουσ. πίδακας νερού, αναβρυτήριο.
şadırvan = σιντριβάνι, πίδακας.
σιρίτι, (το) ουσ. διακοσμητικό κορδόνι. || γαλόνι.
şerit = λωρίδα || ταινία. || σιρίτι. || γαλόνι.
σιρμαγιά (η) ουσ. βλ. σερμαγιά.
sermaye = κεφάλαιο, σερμαγιά.
σισανές, (ο) ουσ. παλιό εμπροσθογεμές τουφέκι.
şişane = "παλιό όπλο".
σισκεμπάπ, (το) ουσ. άκλ. είδος φαγητού από μικρά κομμάτια κρέατος
ψημένα στη σούβλα.
şişkebap = σουβλάκι. || "σις κεμπάπ".
σιχτίρ, επιφ., (το) ουσ. άκλ., επίρρ. υβριστική έκφραση αγανάκτησης.
sikmek = συνουσιάζομαι.
siktirmek = ~ çekmek σιχτιρίζω.
σκεμπές, (ο) ουσ. κοιλιά ζώου. || στομάχι ζώου από το οποίο
παρασκευάζεται πατσάς.
işkembe = σκεμπές, κοιλιά, στομάχι, βραστό κρέας
στομάχου ζώου.
σκιάς, (ο) ουσ. άνθρωπος τραχύς και απότομος. || ο κακοποιός.
eşkıya, eşkiya = ληστής, συμμορίτης.
σκιτζής, (ο) ουσ. ο μπαλωματής. || αδέξιος τεχνίτης.
eskici = παλιατζής. || μπαλωματής. || σκιτζής.
σοβάς, (ο) ουσ. ασβεστοκονίαμα. || επίχρισμα τοίχου με
ασβεστοκονίαμα.
sıva = σοβάς, κονίαμα, επίχρισμα.
σοβατζής, (ο) ουσ. εργάτης ειδικός στο σοβάτισμα.
sıvacı, sıvaci = σοβατζής.
σοβατίζω, ρ. αλείφω μια επιφάνεια με σοβά.
sıvamak = σοβατίζω, επιχρίω. || πασαλείφω.
σόι, (το) ουσ. γένος, καταγωγή. || συγγενολόι. || είδος.
soy = γένος, καταγωγή, συγγενολόι, σόι.
σοκάκι, (το) ουσ. στενός συνοικιακός δρόμος, στενωπός.
sokak = οδός, δρόμος, σοκάκι.
σομακί, (το) ουσ. άκλ. είδος πολύχρωμου μαρμάρου.
somaki = πορφυρίτης λίθος, μάρμαρο.
σόμπα, (η) ουσ. θερμάστρα.
soba = θερμάστρα.
σορολόπ, (το) ουσ. άκλ. αδιαφορία, νωθρότητα, τεμπελιά.
şorolop = σορολόπ, τέχνασμα, ανοησία.
σουλαντίζω, ρ. καταβρέχω, ποτίζω.
sulamak = ποτίζω.
σουλούπι, (το) ουσ. η εξωτερική εμφάνιση. || μορφή, σχήμα.
üslup, üslüp = ύφος, στιλ. || ρυθμός.
σουλτάνος, (ο) ουσ. τίτλος ηγεμόνων μουσουλμανικών κρατών.
sultan = σουλτάνος.
σούμπασης, (ο) ουσ. αξιωματούχος του οθωμανικού κράτους.
subaşı = πηγή.
σουνέτι, (το) ουσ. η περιτομή.
sünnet = περιτομή, σουνέτι. || ο βίος και οι πράξεις
του Προφήτη Μωάμεθ.
σουργούνης, (ο) ουσ., επίθ. ο εξόριστος.
sürgün = εξορία. || εξόριστος.
σουρμελής, (o) ουσ. αυτός που βάφει τα μάτια του με σουρμέ.
sürmeli = με βαμμένα μάτια.
σουρμές, (o) ουσ. μαύρη χρωστική ουσία για το βάψιμο των ματιών.
sürme = άλειμμα. || ψιμμύθιο ματιών.
σουρτούκης, (ο) ουσ. αυτός που τριγυρνά άσκοπα στους δρόμους
αλητεύοντας.
sürtük = σουρλουλού.
σουτζούκι, (το) ουσ. είδος λουκάνικου. || είδος γλυκού.
sucuk = λουκάνικο, σουτζούκι
σοφάς, (ο) ουσ. είδος χαμηλού καναπέ ή κρεβατιού· μιντέρι.
sofa = χολ, οφίς, αίθουσα, σοφάς.
σοφράς, (ο) ουσ. είδος χαμηλού στρογγυλού τραπεζιού.
sofra = τραπέζι φαγητού. || σοφράς.
σοφτάς, (ο) ουσ. μουσουλμάνος ιεροσπουδαστής.
softa = ιεροσπουδαστής.
σπα(χ)ής, (ο) ουσ. Τούρκος φεουδάρχης. || ιππέας πολεμιστής.
sipahi = τιμαριούχος. || στρατιώτης του ιππικού. || σπαχής.
στουπέτσι, (το) ουσ. ανθρακικός μόλυβδος, που χρησιμοποιείται για
την παρασκευή λευκού χρώματος.
üstübeç = στουπέτσι. || ανθρακικός μόλυβδος.
στράφι, επίρρ. χαμένα, μάταια, άδικα, χαράμι.
israf = σπατάλη.
Ιστολόγιο υπό κατασκευή... Ευχαριστώ για την κατανόηση!
© Λιάνα Κουτρολίκου - Αθήνα, 02/08/2007 - Α.Σ. 8294
© Liana Koutrolikou - Athens, Greece, 02/08/2007 - Contr. No. 8294