ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ GOOGLE

Καβ-Καπ


καβάκι, (το) ουσ. είδος λεύκας.
                    kavak = λεύκα.
καβάσης, (ο) ουσ. θυρωρός, φρουρός προξενείου ή πρεσβείας.
                    || ένοπλος κλητήρας των τουρκικών υπουργείων και της
                    Υψηλής Πύλης.                   
                    kavas = φρουρός. || κλητήρας προξενείου ή πρεσβείας. ||
                    καβάσης.
καβάφης, (ο) ουσ. κατασκευαστής ή έμπορος υποδημάτων δεύτερης
                    ποιότητας.
                    kavaf = υποδηματοποιός.
καβγάς, (ο) ουσ. φιλονικία, τσακωμός.
                    kavga = καβγάς, διαμάχη, φιλονικία.
καβγατζής, (ο) ουσ. εριστικός, φιλόνικος.
                    kavgacı = καβγατζής, φίλερις, εριστικός.
καβούκι, (το) ουσ. όστρακο. || ψηλό καλύμμα του κεφαλιού.
                    kabuk = καβούκι, κέλυφος. || φλοιός.
                    kavuk = τουρμπάνι. || καβούκι. 
καβουρμάς, (ο) ουσ. κρέας τηγανισμένο με βούτυρο και κρεμμύδι. ||
                    κρέας λίγο τηγανισμένο που διατηρείται μέσα σε λίπος.
                    kavurma = καβουρμάς. ||  καβούρντισμα.
καβουρντίζω, ρ. ξεροψήνω. || τσιγαρίζω.
                    kavurmak = καβουρντίζω, τσιγαρίζω.
καδής, (ο) ουσ. βλ. κατής.
                    kadı = καδής, κατής, ιεροδίκης.
καζάζης, (ο) ουσ. μεταξουργός.
                    kazaz = μεταξουργός.
καζάνι, (το) ουσ. λέβητας. || είδος μεγάλης μεταλλικής χύτρας.
                    kazan = λέβητας, καζάνι.
καζαντζής, (ο) ουσ. κατασκευαστής καζανιών, λεβητοποιός.
                    kazancı = λεβητοποιός.
καζαντίζω, ρ. κερδίζω. || πλουτίζω. || προκόβω.
                    kazanmak = κερδίζω, καζαντίζω.
καζάς, (ο) ουσ. διοικητική περιφέρεια. || η απόφαση του κατή.
                    kaza = ατύχημα. || απόφαση.
καζίκι, (το) ουσ. πάσσαλος. || (μτφ.) δύσκολη υπόθεση. || απάτη.
                    kazık = πάσσαλος. || απάτη.
καΐκι, (το) ουσ. μικρό ιστιοφόρο πλοίο.
                    kayık, kayik = καΐκι, βάρκα, λέμβος.
καϊκτσής, (ο) ουσ. ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης καϊκιού.
                    kayıkçı, kayikçi = βαρκάρης, καϊκτσής.
καϊμακάμης, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, τοποτηρητής, υποδιοικητής, 
                     έπαρχος.
                    kaymakam = έπαρχος, ποδιοικητής, καϊμακάμης.
καϊμάκι, (το) ουσ. ανθόγαλα, αφρόγαλα. || ο αφρός του καφέ.
                    kaymak = καϊμάκι, αφρόγαλα, ανθόγαλα. || αφρός.
καϊμακλής, (ο) ουσ.  καφές που έχει πολύ καϊμάκι.
                    kaymaklı = με κρέμα, με καϊμάκι.
καΐσι, καϊσί, (το) ουσ.  (1) ο καρπός της καϊσιάς, το βερίκοκο.
                    kayısı = βερίκοκο, καΐσι.
καΐσι, (το) ουσ.  (2) δερμάτινο λουρί το οποίο χρησιμοποιούσαν
                    οι κουρείς για να ακονίζουν το ξυράφι. || κάθε είδους
                    δερμάτινο λουρί.
                    kayış = (δερμάτινο) λουρί.
καλάι, (το) ουσ. κασσίτερος.
                    kalay = κασσίτερος, καλάι.  || γάνωμα.
καλαϊτζής, (ο) ουσ. κασσιτερωτής, γανωματής.
                    kalaycı = γανωματής, καλαϊτζής.   
καλαμπαλίκι, (το) ουσ. συρροή πλήθους ανθρώπων που προκαλούν
                    φασαρία, οχλαγωγία. || σωρός από ασήμαντα αντικείμενα.
                    kalabalık = πλήθος, κοσμοσυρροή, πολυκοσμία,
                    καλαμπαλίκι. || πολυπληθής.
καλαντζής, (ο) ουσ. βλ. καλαϊτζής
                    kalaycı = γανωματής, καλαϊτζής.
καλέμι, (το) ουσ. είδος σμίλης. || είδος πένας γραφής από καλάμι.
                    kalem = μολύβι, στυλό. || γραφίδα. || καλάμι, κοντύλι. ||
                    καλέμι, σμίλη.
καλιοντζής, (ο) ουσ.  στην Τουρκοκρατία, ναύτης.
                    kalyoncu = ναύτης πολεμικού πλοίου.
καλκάνι, (το) ουσ. το ψάρι ρόμβος ο κοινός, με σώμα πεπλατυσμένο
                    σαν της γλώσσας και ρομβοειδές σχήμα. || τρίγωνο
                    στέγης. || κορώνη.
                    kalkan = ασπίδα.
                    ~ balığı = καλκάνι.
_________________________________________________________
καλκάνι  Tο ψάρι καλκάνι ονομάστηκε έτσι από τους Τούρκους επειδή μοιάζει με αραβική ασπίδα λόγω των αιχμηρών του εξογκωμάτων·  το τρίγωνο της στέγης μοιάζει με την κεντρική αιχμή της ασπίδας. ΠΥΡΣΟΣ Α.Ε., τόμος ΙΓ΄, λ. καλκάνι
_________________________________________________________
  
καλντερίμι, (το) ουσ. δρόμος, συνήθως στενός, ανηφορικός και
                    δύσβατος, με ανώμαλη επιφάνεια, στρωμένος με
                    ακανόνιστες πέτρες.
                    kaldırım = λιθόστρωτο, καλντερίμι. || πεζοδρόμιο.
καλντεριμιτζού, (η) ουσ.  γυναίκα του δρόμου.
                    kaldırım = λιθόστρωτο, καλντερίμι.|| πεζοδρόμιο.
καλούπι, (το) ουσ. μήτρα. || φόρμα. || ξυλότυπος.
                    kalıp = καλούπι, μήτρα. || αποτύπωμα. || σχήμα, σχέδιο. ||
                    τύπος.
καλπάκι, (το) ουσ. είδος καλύμματος κεφαλιού.
                    kalpak = καλπάκι.
κάλπης, (ο) ουσ., επίθ. αναξιόπιστος, απατεώνας, υποκριτής, κίβδηλος.
                    kalp = κίβδηλος, κάλπικος.
κάλπικος, επίθ.  κίβδηλος. || (για νομίσματα) παραχαραγμένος,
                    πλαστός. || (για ανθρώπους) δόλιος, κατεργάρης.
                    kalp = κίβδηλος, κάλπικος.
καλπουζανιά, (η) ουσ. απάτη, δολιότητα, πλαστογραφία, παραχάραξη.
                    kalpazan = παραχαράκτης, πλαστογράφος. || απατεώνας.
καλπουζάνος, (ο) ουσ. απατεώνας, πλαστογράφος, παραχαράκτης.
                    kalpazan = παραχαράκτης, πλαστογράφος. || απατεώνας.
κάλφας, (ο) ουσ. μαθητευόμενος βοηθός τεχνίτη (ιδίως ράφτη ή
                    παπουτσή).
                    kalfa = κάλφας.
κάμα, (η) ουσ. αιχμηρό δίκοπο μαχαίρι.
                    kama = χατζάρι, κάμα, στιλέτο.
_________________________________________________________
κάμα  Η κάμα είχε συνήθως ξύλινη θήκη με δερμάτινη ή μεταλλική επένδυση·  αυτό το όπλο, που η ιστορία του ξεκινάει από την προϊστορική εποχή, χρησιμοποιούνταν κυρίως στην Ανατολή, ενώ στην Ελλάδα, ήταν φονικό όπλο των κακοποιών·  συνήθως, επάνω στη λεπίδα της, χαράζονταν διάφορα σχήματα, ονόματα, φράσεις, χρονολογίες, ακόμα και στίχοι·  χαρακτηριστικό είναι ένα από τα τετράστιχα που τραγουδούσαν οι τρόφιμοι των φυλακών: 
Αχώριστα συντρόφια μας
η κάμα και η τσίκα (το χασίς),
τόνα σκοτώνει τον οχτρό
και τ'  άλλο τρώει την πίκρα.

_________________________________________________________  
καμουτσίκι,(το) ουσ. μαστίγιο.
                    kamçı = μαστίγιο, καμουτσίκι.
καμουτσικιά, (η) ουσ. χτύπημα με καμουτσίκι.
                    kamçı = μαστίγιο, καμουτσίκι.
καμπάδικος, επίθ. (για υφάσματα) χοντρός, σκληρός.
                    kaba = χοντρός, αγενής. || τραχύς
καμπάνταης, (ο) ουσ. βλ. καπάνταης.
                    kabadayı = νταής. || μάγκας.
καμπούρα, (η) ουσ. το κύρτωμα της ράχης.
                    kambur = καμπούρης. || καμπούρα.
καμπούρης, (ο) ουσ. , επίθ. που έχει καμπούρα,κυφός.
                    kambur = καμπούρης. || καμπούρα.
καμπουριάζω, ρ. γίνομαι καμπούρης. || σκύβω, κυρτώνω την πλάτη
                    μου σαν να ήμουν καμπούρης.
                    kambur = καμπούρης. || καμπούρα.
κανάτι, (το) ουσ. φύλλο πόρτας ή παραθύρου.
                    kanat = πτέρυγα. || παραθυρόφυλλο.
κανονάκι, (το) ουσ. είδος έγχορδου μουσικού οργάνου.
                    kanun = νόμος, κανόνας. || κανονάκι.
κανταΐφι, (το) ουσ. είδος ζύμης και γλυκού του ταψιού.
                    kaday ıf = κανταΐφι.
καντάρι, (το) ουσ. μονάδα βάρους. || είδος ζυγαριάς.
                    kantar = καντάρι, στατήρας.
κανταρτζής, (ο) ουσ. κατασκευαστής, πωλητής κανταριών.
                    kantarcı = πωλητής ζυγαριών.
καπάκι, (το) ουσ. σκέπασμα, κάλυμμα δοχείου, σκεύους κ.ά.
                    kapak = καπάκι, κάλυμμα, σκέπασμα.
_________________________________________________________
καπάκι  Στην Τουρκοκρατία, η φράση τα κάνω καπάκια σήμαινε ειλικρινή ή υποκριτική συνεννόηση των οπλαρχηγών με την τουρκική εξουσία (τα κάνανε καπάκια:  συμφιλιώθηκαν με τους Τούρκους). ΠΥΡΣΟΣ Α.Ε., τόμος ΙΓ΄, λ. καπάκι.
_________________________________________________________ 
καπαμάς, (ο) ουσ. είδος φαγητού από αρνίσιο ή μοσχαρίσιο κρέας με
                    ντομάτα και καρυκεύματα.
                    kapama = καπάκωμα. || είδος φαγητού, καπαμάς.
                    kapamak = κλείνω. || σκεπάζω.
καπάνταης, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, αρχηγός σπείρας νταήδων.
                    kabadayı = νταής. || μάγκας. || παλληκαράς. ||
                    ψευτοπαλλήκαρο. 
καπάντζα, (η) ουσ. παγίδα για πουλιά ή ποντίκια.
                    kapanca = παγίδα, φάκα.
καπαντζές, (ο) ουσ. βλ. καπάντζα.
                    kapanca = παγίδα, φάκα.
καπλαμάς, (ο) ουσ. λεπτό φύλλο ξύλου, μετάλλου ή άλλου υλικού που
                    χρησιμοποιείται ως επένδυση επιφάνειας αντικειμένου για
                    προφύλαξη ή καλλωπισμό.
                    kaplama = επικάλυψη, επένδυση. || καπλαμάς.
καπλάνι, (το) ουσ. τίγρη.
                    kaplan = τίγρη, καπλάνι.
καπλαντίζω, ρ. καλύπτω, επενδύω με καπλαμά.
                    kaplamak (από τον τύπο του αορίστου:  kapladım) = 
                    επικαλύπτω, σκεπάζω. || καπλαντίζω.




Ιστολόγιο υπό κατασκευή... Ευχαριστώ για την κατανόηση!
 ©  Λιάνα Κουτρολίκου - Αθήνα, 02/08/2007 - Α.Σ. 8294
© Liana Koutrolikou - Athens, Greece, 02/08/2007 - Contr. No. 8294