ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ GOOGLE

Κι-Κω

κιλίμι, (το) ουσ. είδος χαλιού.
                    kilim = χαλί, κιλίμι.
κιμάς, (ο) ουσ. κρέας που έχει αλεστεί σε ειδική μηχανή.
                    kıyma = κιμάς.
                    kıymak = ψιλοκόβω, λιανίζω.
κιμπάρης, (ο) ουσ. άνθρωπος αξιοπρεπής και γενναιόδωρος.
                    kibar = ευγενής. || αξιοπρεπής.
κιμπαρλίκι, (το) ουσ. η ιδιότητα του κιμπάρη.
                    kibarlık = ευγένεια. || αξιοπρέπεια.
κινά, (η) ουσ., (το) ουσ. άκλ. είδος κόκκινης φυτικής βαφής για τα μαλλιά
                    ή τα νύχια.
                    kına = χένα, κινά.
κιόσκι, (το) ουσ. περίπτερο. || στέγαστρο σε κήπο. || εξοχικό σπίτι,
                    έπαυλη.
                    köşk = περίπτερο, κιόσκι. || έπαυλη.
κιοτής, (ο) ουσ. άνανδρος, δειλός, φοβιτσιάρης.
                    kötü = κακός.
κιούγκι, (το) ουσ. υδροσωλήνας. || σωλήνας οχετού.
                    künk = κιούγκι. || πήλινος σωλήνας. || οχετός.
κιούπι, (το) ουσ. πιθάρι.
                    küp = κιούπι, πιθάρι. || κύβος.
κιρκινέζι, (το) ουσ. είδος αρπακτικού πουλιού.
                    kerkenes, kerkenez = κιρκινέζι. 
κισμέτ(ι), (το) ουσ. άκλ. πεπρωμένο, τύχη, μοίρα, ριζικό.
                    kısmet = τύχη, πεπρωμένο, κισμέτι.
κιτάπι, (το) ουσ. βιβλίο. βιβλίο λογαριασμών.
                    kitap = βιβλίο.
κοζάρω, ρ. κοιτάζω προσεκτικά.
                    koz = ατού, κόζι. || καρύδι.
κόζι, (το) ουσ. στο χαρτοπαίγνιο, το χαρτί που νικάει·  το ατού.
                    koz = ατού, κόζι. || καρύδι.
κολάι, (το) ουσ. ευκολία, άνεση, ευχέρεια.
                    kolay = εύκολος. || ευκολία.
κολάνι, (το) ουσ. εξάρτημα της σαγής υποζυγίου.
                    kolan = κολάνι, λουρί, ίγκλα. || σχοινί.
κολαούζος, (ο) ουσ.  (1) οδηγός.
                    kılavuz = οδηγός. || κολαούζος.|| πλοηγός.
κολαούζος, (ο) ουσ. (2) το σχοινί με το οποίο είναι δεμένος ο δύτης.
                    kılavuz = οδηγός. || κολαούζος.|| πλοηγός.
κολαούζος, (ο) ουσ. (3) σπειροτόμος.
                    kılavuz = οδηγός. || κολαούζος.|| πλοηγός.
κολομπαράς, (ο) ουσ. αρσενοκοίτης. || παιδεραστής.
                    gulampara, kulampara = παιδεραστής,
κομιτατζής, (ο) ουσ. μέλος κομιτάτου και ειδικότερα του βουλγαρικού.
                    komitacı = κομιτατζής, αντάρτης, επαναστάτης.
κονάκι, (το) ουσ. κατοικία, κατάλυμα.
                    konak = αρχοντικό, μέγαρο. || κατάλυμα.
κονεύω, ρ. σταθμεύω, καταλύω για ξεκούραση ή ύπνο.
                    konmak = καταλύω, σταθμεύω. || στρατοπεδεύω.
κοντσές, (ο) ουσ. μπουμπούκι.
                    gonca, konca = μπουμπούκι.
κόπ(ι)τσα, (η) ουσ. μικρή πόρπη, θηλύκωμα.
                    kopça = κόπιτσα.
κοτζάμ, επίθ. άκλ. τόσο μεγάλος. || προσδίδει την έννοια του πολύ
                    μεγάλου, του ογκώδους στα ουσιαστικά που συνοδεύει.
                    koca = μεγάλος. || κοτζάμ. || άντρας, σύζυγος.
                    kocaman = πελώριος.  
κοτζαμάν, επίθ. άκλ. βλ. κοτζάμ.
                    koca = μεγάλος. || κοτζάμ. || άντρας, σύζυγος.
                    kocaman = πελώριος.
κοτζάμπασης, κοτζαμπάσης, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, πρόεδρος
                    κοινότητας, δημογέροντας, προεστός.
                    kocabaşı = πρόκριτος, προεστός, κοτζάμπασης.
κουβαρνταλίκι, (το) ουσ. βλ. χουβαρνταλίκι.
                    hovardalık = δονζουανισμός. || σπατάλη.
κουβαρντάς, (ο) ουσ. βλ. χουβαρντάς.
                    hovarda = γυναικάς. || χουβαρντάς.
κουβάς, (ο) ουσ. κάδος.
                    kova = κουβάς, κάδος.
κουλαντρίζω, ρ. χειρίζομαι επιδέξια. || διευθετώ, εξομαλύνω. || τα
                    καταφέρνω. || περιποιούμαι κάποιον.
                    kullanmak (από τον τύπο του αορίστου:  kullandım) =
                    χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι. || εκμεταλλεύομαι.
κουλές, (ο) ουσ. πύργος, φρούριο. || σκοπιά.
                    kule = πύργος, κουλές.
κουμάρι, (το) ουσ. τυχερό παιχνίδι που παίζεται με χρήματα.
                    kumar = κουμάρι, τζόγος. || χαρτοπαιξία.
κουμαρτζής, (ο) ουσ. αυτός που παίζει κουμάρι, ο τζογαδόρος.
                    kumarbaz, kumarcı = τζογαδόρος, χαρτόμουτρο,
                    χαρτοπαίκτης.
κουμπαράς, (ο) ουσ. μικρό δοχείο για αποταμίευση.
                    kumbara = κουμπαράς.
κουμπές, (ο) ουσ.  θόλος, τρούλος.
                    kubbe = θόλος, τρούλος, κουμπές.
κουμπούρα, (η) ουσ. είδος πιστολιού. || (μτφ.) άνθρωπος αμόρφωτος,
                    αδιάβαστος μαθητής.
                    kubur = κουμπούρα, κουμπούρι. || αγωγός αποχέτευσης.
κουντούρα, (η) ουσ. είδος υποδήματος. || ποικιλία σταφυλιού.
                    kundura = παπούτσι, υπόδημα.
κουραμπιές, (ο) ουσ. είδος γλυκίσματος, || απόλεμος στρατιώτης.
                    kurabiye = κουραμπιές. || μαλθακός.
κουρασάνι, (το) ουσ. είδος αμμοκονιάματος.
                    horasan = κονίαμα.
κουρμπάνι, (το) ουσ. ζώο που σφάζεται σε πανηγύρι.
                    kurban = θυσία. || θύμα. || σφάγιο. || κουρμπάνι.
κουρμπάτσι, (το) ουσ. μαστίγιο, βούρδουλας.
                    kırbaç = μαστίγιο, βούρδουλας, κουρμπάτσι.
κουρμπέτι, (το) ουσ. ξενιτιά, εξορία. || πιάτσα. || δύσκολη ζωή.
                    gurbet = ξενιτιά.
κουρσούμι, (το) ουσ. μόλυβδος, μολύβι. || σφαίρα, βόλι.
                    kurşun = μόλυβδος. || σφαίρα, βόλι.
κουρσούνι, (το) ουσ. βλ. κουρσούμι.
                    kurşun = μόλυβδος. || σφαίρα, βόλι.
κουσκούς, κουσκούσι (το) ουσ. άκλ. (1) το κουτσομπολιό.
                    kuskus = κουσκούσι.
κουσκούς, κουσκούσι (το) ουσ. άκλ. (2) είδος ζυμαρικού σε κόκκους.
                    kuskus = κουσκούσι.
κουσούρι, (το) ουσ. ελάττωμα, μειονέκτημα. || κακή συνήθεια. ||
                    αναπηρία.
                    kusur = ελάττωμα, έλλειψη, σφάλμα κουσούρι. ||
                    παράπτωμα.
κουτούκι, (το) ουσ. (1) μικρή λαϊκή ταβέρνα.
                    koltuk = μασχάλη. || πολυθρόνα. 
                    ~ meyhanesi = ταβερνάκι
                    kütük = κούτσουρο. || κορμός δέντρου.
                    ~ gibi = τύφλα στο μεθύσι.
κουτούκι, (το) ουσ. (2) κούτσουρο. || κορμός δέντρου.
                    kütük = κούτσουρο. || κορμός δέντρου.
κουτουράδα, (η) ουσ. απερισκεψία.
                    götürü = κατ΄ αποκοπή. || εργολαβία.                               
κουτουρού, επίρρ. απερίσκεπτα, στην τύχη, χωρίς υπολογισμό.
                    götürü = κατ΄ αποκοπή. || εργολαβία.
κρεμεζής, επίθ. που έχει το χρώμα του κρεμεζιού·  κόκκινος.
                    kırmızı = κόκκινος, ερυθρός.
κρεμέζι, (το) ουσ. χρωστική ουσία που παράγεται από ένα είδος
                    εντόμου.
                    kırmız = κρεμέζι. 
κρεμεζί, (το) ουσ. το κόκκινο χρώμα του κρεμεζιού.
                    kırmızı = κόκκινος, ερυθρός.
κωλοχανείο, (το) ουσ. χώρος όπου επικρατεί αταξία, ασυδοσία.
                    hane = σπίτι, οίκος. || τετράγωνο.

 
 
Ιστολόγιο υπό κατασκευή... Ευχαριστώ για την κατανόηση!
 ©  Λιάνα Κουτρολίκου - Αθήνα, 02/08/2007 - Α.Σ. 8294
© Liana Koutrolikou - Athens, Greece, 02/08/2007 - Contr. No. 8294