ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ GOOGLE

Ζ


ζάβαλης, (ο) ουσ. επίθ. δυστυχής, ταλαίπωρος, καημένος.
                    zavallı = δυστυχής, καημένος.
ζαγάρι, (το) ουσ. κυνηγόσκυλο.
                    zağar = κυνηγετικός σκύλος, ζαγάρι.
ζαΐφης, (ο) ουσ. φιλάσθενος, καχεκτικός.
                    zayıf = αδύναμος. || αδύνατος.
ζαμάνι, (το) ουσ. μεγάλο, απροσδιόριστο χρονικό διάστημα.
                    zaman = χρόνος, καιρός.
ζαμπάκι, (το) ουσ. είδος φυτού και το άνθος του  (κρίνος, νάρκισσος).
                    zambak = κρίνο, κρίνος.
ζαπτιές, (ο) ουσ. αστυνομικός, χωροφύλακας.
                    zaptiye = αστυνόμος, ζαπτιές.             
ζαρζαβάτι, (το) ουσ. λαχανικό, χορταρικό.
                    zerzavat, zerzevat = ζαρζαβατικό, λαχανικό.
ζαρίφης, (ο) ουσ. κομψός, λεπτός, ευγενικός.
                    zarif = κομψός, ζαρίφης.
ζαφορά, σαφορά, (η) ουσ. το φυτό κρόκος.
                    safran = ζαφορά, κρόκος.
ζάφτι, (το) ουσ. άκλ. κατάληψη, επικράτηση.
                    zapt = άλωση. || σύλληψη. || πειθαρχία.
ζεβζέκης, επίθ., (ο) ουσ. ανόητος. || κατεργάρης. || ιδιότροπος.    
                    zevzek = ανόητος, ζεβζέκης.
ζεϊμπέκης, (ο) ουσ. εξισλαμισμένος ΄Ελληνας της Μικράς Ασίας. ||
                    άτακτος στρατιώτης ή χωροφύλακας. 
                    zeybek = ζεϊμπέκης, ζεϊμπέκικος.
ζεϊμπεκιά, (η) ουσ. ζεϊμπέκικος χορός.
                    zeybek = ζεϊμπέκης, ζεϊμπέκικος.
ζεϊμπέκικο, (το) ουσ. λαϊκός χορός που εκτελείται από ένα άτομο και
                    η αντίστοιχη μουσική.
                    zeybek = ζεϊμπέκης, ζεϊμπέκικος.
ζεμπερέκι, (το) ουσ. μπετούγια πόρτας.
                    zemberek = ελατήριο, σύρτης.
ζεμπίλι, (το) ουσ. είδος μεγάλου σάκου.
                    zembil = ζεμπίλι.
ζεύκι, (το) ουσ. γλέντι, φαγοπότι, τσιμπούσι, διασκέδαση.
                    zevk = κέφι. || απόλαυση, ηδονή. || γεύση.
ζίλι, (το) ουσ. ταμπούρλο. || μεταλλικό κρόταλο χορευτών.
                    zil = κουδούνι. || κρόταλο. || ζίλια.
ζίλια, (τα) ουσ. είδος λαϊκού κρουστού οργάνου.
                    zil = κουδούνι. || κρόταλο. || ζίλια.
ζόρι, (το) ουσ. άσκηση βίας, εξαναγκασμός. || δυσκολία.
                    zor = βία, ζόρι. || δυσκολία. || δύσκολος.
ζορίζω, ρ. ασκώ βία, πίεση, εξαναγκάζω.
                    zor = βία, ζόρι. || δυσκολία. || δύσκολος.
ζοριλίκι, (το) ουσ. συμπεριφορά ανθρώπου ζόρικου. || χυδαία επίδειξη
                    δύναμης.
                    zorluk = δυσκολία, δυσχέρεια.
ζορμπαλίκι, (το) ουσ. βιαιότητα, τυραννική συμπεριφορά, αυθαιρεσία.
                    zorbalık = βία, καταπίεση.
ζορμπάς, (ο) ουσ. άνθρωπος βίαιος, αυθαίρετος.
                    zorba = τύραννος, δυνάστης. || βίαιος.
ζουμπάς, (ο) ουσ. είδος εργαλείου. || (μτφ.) άνθρωπος πολύ κοντός.
                    zımba = συρραπτικό.
ζουμπούλι, (το) ουσ. το φυτό υάκινθος και το άνθος του.
                    sümbül = υάκινθος, ζουμπούλι.
ζουρνάς, (ο) ουσ. είδος πνευστού λαϊκού οργάνου.
                    zurna = ζουρνάς.
ζουρνατζής, (ο) ουσ. οργανοπαίκτης που παίζει ζουρνά.
                    zurna = ζουρνατζής.







Ιστολόγιο υπό κατασκευή... Ευχαριστώ για την κατανόηση!
 ©  Λιάνα Κουτρολίκου - Αθήνα, 02/08/2007 - Α.Σ. 8294
© Liana Koutrolikou - Athens, Greece, 02/08/2007 - Contr. No. 8294