ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ GOOGLE

Ε


εκμέκ, (το) ουσ. βλ. εκμέκ κανταΐφι.                                                   
                    ekmek = ψωμί,άρτος.
εκμέκ κανταΐφι, (το) ουσ. είδος γλυκού.   
                    ekmek kadayıf(ı) = εκμέκ, είδος γλυκού.
εμίρης, (ο) ουσ. τίτλος ηγεμόνα μουσουλμανικού κράτους.             
                    emir,  emîr = εμίρης.
εργένης, (ο) ουσ.  ανύπαντρος. || αυτός που ζεί μόνος.
                    ergen = έφηβος. || εργένης.
ερίφης, (ο) ουσ. πονηρός, ανόητος που κάνει τον έξυπνο.               
                    herif = τύπος, υποκείμενο. || ερίφης.






Ιστολόγιο υπό κατασκευή... Ευχαριστώ για την κατανόηση!
 ©  Λιάνα Κουτρολίκου - Αθήνα, 02/08/2007 - Α.Σ. 8294
© Liana Koutrolikou - Athens, Greece, 02/08/2007 - Contr. No. 8294