βάι, βάι-βάι, επιφ. αλίμονο.
vay = αχ, όχου, α, βάι.
Βαϊκάλη, (η) ουσ. λίμνη της Σιβηρίας, η βαθύτερη στον κόσμο.
bol + göl
bol = άφθονος, πολύς
göl = λίμνη.
βακούφι, (το) ουσ. κτήμα αφιερωμένο σε μοναστήρι ή ίδρυμα.
vakıf = ίδρυμα. || βακούφι.
βαλής, (ο) ουσ. διοικητής βιλαετιού, νομάρχης.
vali = νομάρχης, βαλής.
βαλιδέ, (η) ουσ. άκλ. μητέρα.
valide = μητέρα.
Βαλκάνια, (τα) ουσ. η βαλκανική χερσόνησος.
balkan = δασώδης οροσειρά. || Βαλκάνια.
βαράκι, (το) ουσ. λεπτό διακοσμητικό φύλλο χρυσού.
varak = φύλλο. || φύλλο μετάλλου. || φύλλο βιβλίου.
βαργεστίζω, ρ. χάνω την υπομονή μου, αποκάμνω, μπουχτίζω.
vazgeçmek = παραιτούμαι. || εγκαταλείπω, παρατάω.
βασιβουζούκος, (ο) ουσ. άτακτος στρατιώτης του οθωμανικού
στρατού.
başıbozuk = ασύδοτος. || βασιβουζούκος.
βαχ, επιφ. επιφώνημα που εκφράζει λύπη, πόνο.
vah = βαχ. || ουαί, αλί. || κρίμα.
βεζίρης, (ο) ουσ. στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, υπουργός.
vezir = βεζίρης, υπουργός.
βελέντζα, (η) ουσ. είδος χοντρού μάλλινου κλινοσκέπασματος.
velense = βελέντζα.
βελούχι, (το) ουσ. πηγή άφθονου νερού.
bolluk = αφθονία.
βεράτιο(ν), (το) ουσ. στην Τουρκοκρατία, σουλτανικό διάταγμα.
berat = σουλτανικό διάταγμα. || βεράτιο.
βερέμης, επίθ., (ο) ουσ. ασθενικός.|| δύστροπος. || μελαγχολικός.
verem = φυματίωση, φθίση, χτικιό.
βερεσέ, επίρρ. με πίστωση.
veresiye = επί πιστώσει, βερεσέ.
βιλαέτι, (το) ουσ. στην Τουρκοκρατία, διοικητική περιφέρεια.
vilâyet, vilayet = νομός. || βιλαέτι.
βουρ, επιφ. δηλώνει δράση, κίνηση.
vurmak = χτυπώ.
Ιστολόγιο υπό κατασκευή... Ευχαριστώ για την κατανόηση!
© Λιάνα Κουτρολίκου - Αθήνα, 02/08/2007 - Α.Σ. 8294